Κωστής Παλαμάς

Ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἐθνῶν δὲ μετριέται μὲ τὸ στρέμμα. Μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ τὸ αἷμα. [Κωστὴς Παλαμᾶς, με το άγγελμα της κήρυξης του πολέμου τού 1940].

Για μετάβαση στο Ιστολόγιο mantis

Για να δείτε και γενεαλογικά δένδρα των οικογενειών των Οικισμών τού τέως Δήμου Φαλάνθου, Μανταίων, Χρυσοβιτσιωτών, Λυκοχιωτών, Τσελεπακιωτών, Πιανιωτών, κ.λπ., μπορείτε να επισκεφθείτε το «αδελφό» Ιστολόγιο mantis: http://mantis-manteika-mantineias.blogspot.gr/

Μεγαλύτερες Φωτογραφίες

Για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος επιλέξτε την φωτογραφία (με κλικ), και θα παρουσιασθούν εν σειρά όλες οι φωτογραφίες τής κάθε σελίδας. Για να επανέλθετε στην προηγούμενη μορφή τής σελίδας, κλείστε την εικόνα από το [X] πάνω δεξιά.

ArcadiaPortal

ArcadiaPortal
Επιλέξτε -με κλικ επί της εικόνας-, την είσοδο στο σχετικό δημοσίευμα της Διαδικτυακής Πύλης: arcadiaportal.gr

Ιωάννης Δ. Μαρκολέφας: Η Ιστορία των Λυκοχίων Αρκαδίας

Παραθέματα στο τέλος τής Ιστοσελίδας
-------------------------------------------------------------------------------------
[Το πρωτόλειο και οι φωτογραφίες παραδόθηκαν από τον Ιωάννη Δ. Μαρκολέφα και την σύζυγό του Μερόπη –στην οικία τους στην Ηλιούπολη Αττικής-, στον Νικόλαο Ι. Μάντη την Πέμπτη, 15 Μαΐου 2014, με την άδεια για προδημοσίευση στο Ιστολόγιο. Τα πνευματικά δικαιώματα διατηρούνται από τον συγγραφέα].

 Ο Δάσκαλος Ιωάννης Δημητρίου Μαρκολέφας γεννήθηκε στα Λυκόχια Αρκαδίας στις 18/02/1928 [Ενεγράφη στα Μητρώα Αρρένων ως γεννηθείς στις 27/10/1928]. Νυμφεύθηκε την Δασκάλα Μερόπη Δημητρίου Σουλιμιώτου [Γεννήθηκε στις 06/07/1931], από το Ζευγολατιό Μεσσηνίας. Η γαμήλια τελετή έλαβε χώρα  στις 08/07/1961, στην Καλαμάτα. Ζουν στην Ηλιούπολη Αττικής. Απέκτησαν τα τέκνα: α) Στυλιανό και β) Δημήτριο
-------------------------------------------------------

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΟΧΙΩΝ
[Επαρχία Μαντινείας, Νομού Αρκαδίας]
1833 -1950
Ιωάννης Δηµ. Μαρκολέφας, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ

*****
ΑΘΗΝΑ - Μάϊος 2011

*****

«Το παρελθόν τού τόπου µας είναι γνώση απαραίτητη, προκειµένου να µας θυµίζει από πού ερχόµαστε και που πρέπει να πάµε».

*****

Αρετή είναι υγεία και οµορφιά και ευεξία της ψυχής, η κακία, αντίθετα, αρρώστεια και ασχήµια και ντροπή.

Όλο το χρυσάφι που βρίσκεται πάνω στη γη και κάτω από αυτή, δεν αξίζει τόσο όσο η αρετή.

Η εκπαίδευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τέχνη να σύρεις και να οδηγείς τους νέους προς εκείνο που ο νόµος θεωρεί δίκαιο και εκείνο που έχει διακηρυχθεί από τους πιο σοφούς και τους πιο έµπειρους γέροντες.

Όταν ο άνθρωπος πάρει σωστή εκπαίδευση γίνεται θεϊκό και πολύ ήρεµο ζώο. Και όταν δεν ανατραφεί αρκετά ή κατάλληλα, γίνεται το πιο άγριο απ’ όλα όσα γέννησε η Φύση.

Η Εκπαίδευση είναι δύναµη που γιατρεύει την ψυχή.

Η Παιδεία είναι δεύτερος ήλιος για τους ανθρώπους.

Μερικά Γνωμικά από τα έργα τού Πλάτωνα.

*****

Πολλά είναι τα σοφά αποφθέγµατα που αποδίδονται στον Φιλόσοφο Θαλή τον Μιλήσιο [Έναν από τους επτά σοφούς τής Αρχαιότητας].

Τον ερώτησαν:

Ποιο είναι το ισχυρότατο;
«Η ανάγκη, γιατί νικά τους ίδιους του Θεούς».

Ποιο είναι το σοφότατο;
«Ο χρόνος, γιατί ξεδιαλύνει τα πάντα».

Ποιο είναι το δυσκολότατο;
«Το να γνωρίσεις τον εαυτό σου».

Ποιο είναι το ευκολότατο;
«Να κάνεις υποθέσεις για τους άλλους».

Ποιο είναι το γλυκύτατο;
«Η επιτυχία».

*****

Θεός τον ήλιον οδηγεί
που πρέπει ν' ανατείλει,
πώς να περάσει από τη γη
το φως του να µας στείλει.

Θεός ορίζει τα ψηλά
ο ήλιος όταν σβήνει
να φέγγουν τ' άστρα τα πολλά
κι η κάτασπρη σελήνη.

Και τα λουλούδια που χυτά
στη γη µοσχοβολούνε,
Θεός τα έµαθε κι αυτά
πότε και που ν' ανθούνε.

Και το µικρό-µικρό πουλί,
που ψάλλει στο κλωνάρι,
Θεός του είπε να λαλεί
να κελαδεί µε χάρη.

Θεός χαρίζει στα παιδιά
το νου τους και τη γλώσσα
να λεν ό,τι έχουν στην καρδιά
και να µαθαίνουν τόσα.

Γ’ αυτό και τα καλά παιδιά
Βράδυ πρωί, χρωστούνε
στην προσευχή τους µε καρδιά
να τον ευχαριστούνε.
Γεώργιος Βιζυηνός


*****

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τί μας ανάγκασε να γράψουμε το βιβλίο τούτο

Μόνο μια βαθιά υποχρέωση για την γενέτειρά μας, το γενέθλιο χωριό μας, τα ΛΥΚΟΧΙΑ, που το αγαπάμε υπέρμετρα και το λατρεύουμε, μ’ όλες τις φυσικές και γραφικές ομορφιές του.

Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να γράψουμε αυτό το βιβλίο.

Η υποχρέωση αυτή δεν ξεκινάει από ιδιοτελή ελατήρια, ούτε από προσωπικά συμφέροντα, ούτε από οικονομικά οφέλη, αλλά ούτε με αυτό επιδιώκουμε να αποκτήσουμε συγγραφικούς τίτλους, γιατί συγγραφείς δεν είμαστε και ούτε ποτέ θα καυχηθούμε ότι γράψαμε όσα έπρεπε να γράψουμε και καθώς έπρεπε να τα γράψουμε

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο αναγνώστης στην εργασία αυτή θα διαπιστώσει πολλές ατέλειες και παραλείψεις, ωστόσο, τίποτα απ’ όλα αυτά, τίποτα από τα εμπόδια τούτα δεν είναι ικανά να μας ανακόψουν στην προσπάθεια μας τούτη, την συγγραφή τού παρόντος.

Απεναντίας, θεωρούμε τον εαυτό μας τριπλά ευτυχισμένο, γιατί πολλά θα θυμίσουμε στους συμπολίτες μας, για την ζωή των γονιών μας και των προγόνων μας, γιατί προς το παρόν θα συμπληρώσουμε μια έλλειψη, που όλοι μας την αισθανόμαστε.

Θα χρησιμεύσει στους σημερινούς και σε αυτούς που θα έρθουν ύστερα από εμάς, ως ένα καλό ξεκίνημα, για μια πληρέστερη, εκτενέστερη και αξιολογότερη συγγραφή τής ιστορίας τού αγαπημένου μας χωριού.

Το παρελθόν ενός τόπου έχει μεγάλη ιστορική σημασία για το παρόν και το μέλλον του.

Στη γη που γεννηθήκαμε, όλα γύρω μας, έμψυχα και άψυχα, μιλούν με την δική τους γλώσσα. Τα ήθη και τα έθιμα του τόπου προσδιορίζουν νοσταλγικά το παρελθόν και σηματοδοτούν το μέλλον. Εκφράζουν τον συναισθηματικό πλούτο των προγόνων μας και την δική μας ευθύνη για το αύριο.

Η αξία τής πατρώας γης δεν μετριέται μόνο με την πλούσια ή φτωχή παραγωγή της, αλλά προπαντός, με την ιστορία της και την παράδοσή της.

Τα ιστορικά και παραδοσιακά δεδομένα εμψυχώνουν τα άψυχα, ζωογονούν το παρελθόν, εξευγενίζουν και ευαισθητοποιούν τον άνθρωπο, χαροποιούν την ύπαρξή του και δημιουργούν ένα πλέγμα ευθυνών, έναντι και των προγόνων, αλλά και απογόνων του.

Αυτές οι σκέψεις μου υπαγορεύουν την υποχρέωση να συλλέξω όποια στοιχεία μπορούσα, ιστορικά και παραδοσιακά, αναφορικά με το χωριό μου, προκειμένου να συγγράψω την παρούσα μελέτη μου την οποία θεωρώ χρέος προσφοράς στις γενεές των Λυκοχίων.

Πιστεύουμε απόλυτα πως οι παραλείψεις και οι ατέλειες που θα συναντήσει ο αναγνώστης μας θα κριθούν με κάθε ελαφρυντικό και με μεγάλη επιείκεια.

Αφού αναφερθούμε, με όσες λεπτομέρειες μπορούμε, στην ιστορία τού χωριού, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε στη συνέχεια, ανάγλυφη τη ζωή των ανθρώπων του.

Θα περιγράψουμε ολοζώντανα τη ζωή των συγχωριανών μας της τελευταίας εκατονταετίας. Πολλά στοιχεία του δένδρου τής κάθε μιας οικογένειας ή της ζωής της, συνολικά ή μεμονωμένα τα έχουμε πάρει από διασταυρωμένες πληροφορίες διαφόρων ατόμων. Τα συγκεντρώσαμε για να πλουτίσουμε τις γνώσεις μας, γύρω από τα παραδοσιακά έθιμα του τόπου μας, γύρω από την καταγωγή και τις σχέσεις των συγχωριανών µας και γύρω από κάθε λαογραφικό στοιχείο και έθιμο των περασμένων µας γενιών.

Όλα αυτά που αποφασίσαμε να γράψουµε από επιθυμία, σιγά - σιγά, τα τελευταία χρόνια μετατράπηκε σε υποχρέωση.

Κι αυτό έγινε απλούστατα και το τονίζω αυτό, για να χρησιμεύσουν αυτά τα γραφόμενα ως ένας κρίκος συνδέσεως των νεοτέρων Λυκοχιωτών µε τον τόπο της καταγωγής τους, µε τους παλιούς προπάτορές τους, µε τις παλιές συνήθειες των συγχωριανών τους και µε τα κόκαλα των γονιών τους.

Ιωάννης Μαρκολέφας του Δηµητρίου
Διδάσκαλος Δηµοτικής Εκπαιδεύσεως
Λυκόχια - Μαντινείας, Νομού Αρκαδίας


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γεωγραφικά Στοιχεία του σημερινού χωριού Λυκοχίων Θέση – Τοπογραφία.

Το χωριό Λυκόχια βρίσκεται στο κέντρο περίπου τού Νομού Αρκαδίας και στο νοτιοδυτικό τµήµα τής επαρχίας Μαντινείας, όπου συναντούνται οι τρεις επαρχίες τού Νομού Αρκαδίας, «Μεγαλοπόλεως - Μαντινείας και Γορτυνίας». Τα Λυκόχια ήταν επί σειρά ετών στον Δήµο Φαλάνθου, καθ’ ότι κατά τα έτη τής Τουρκοκρατίας οι µέλλουσες οικογένειες του χωριού, «Μαρκολεφαίοι – Κουρεταίοι – Μπουγιουκαίοι και Καψιµαλακαίοι», ήσαν κάτοικοι του χωριού Χρυσοβιτσίου τού Δήµου Φαλάνθου Νομού Αρκαδίας, για τον οποίον θα γίνει λόγος στο Κεφάλαιο 3 του βιβλίου.

Ο οικισμός των Λυκοχίων είναι χτισμένος στις νότιες υπώρειες του όρους Μαινάλου και συγκεκριµένα στην πλαγιά τού λόφου «Προφήτης Ηλίας», αρχαιολογικός τόπος [πιθανόν αρχαία Λυκόα], σε υψόμετρο 850 - 865 µ. [το υψόμετρο της Μεγαλόπολης είναι περίπου 450 µ.].

Το χωριό Λυκόχια είναι ο φυσικός εξώστης τής επαρχίας Μαντινείας µε θέα προς την Μεγαλοπολίτιδα πεδιάδα. Οι ορεσίβιοι από την θέση αυτή απολαμβάνουν την μαγευτική θέα τού κάµπου τής Μεγαλοπόλεως, καθώς και την θέα των απέναντι βουνών, Λυκαίου, Ταϋγέτου κ.λπ..

Ο νότιος εξώστης τού Μαινάλου είναι μακρύς και αμφιθεατρικός. Από τα ανατολικά μέχρι τα δυτικά όρια, που φιλοξενεί τα χωριά Βάγκου (υψόμ. 800 μ.), Καράτουλα (υψόµ. 700 µ.), Παλαιοµοίρι (υψόµ. 700 µ.), Παύλια (υψόµ. 750 µ.), Ψάρι (υψόµ. 750 µ.), Σύρνα (υψόµ 850 µ.), Ελληνικό ή Μουλάτσι (υψόµ. 700 µ.). Τα υψομετρικά στοιχεία ελήφθησαν από το Δασαρχείο Βυτίνας.

Οι κάτοικοι των Λυκοχίων, όσο διέµεναν στο χωριό Χρυσοβίτσι, όπου είχαν συνοικισµούς [Αλιµισαίικα – Μπουγιουκαίικα – Κουρεταίικα], το βασικό τους επάγγελµα ήταν η κτηνοτροφία που απαριθμούσε περισσότερα από 15.000 αιγοπρόβατα, τα οποία το καλοκαίρι τα έβοσκαν στην περιφέρεια των Λυκοχίων, όπου µας το µαρτυρούν τα πέτρινα καλύβια και τα µαντριά που είχαν στην περιοχή αυτή [Συνέσοβα – Χαραµαρά – Σκοτάδι – Μουρσουλιά το Βράχο – Χάνια – Μπολέτα – Παλιοκαλύβες Ντόβριτσας – Κουργιαµπλά – Λυκόπουλου κ.λπ.].

Τον δε χειµώνα, λόγω καιρικών συνθηκών, τα πήγαιναν και παραχείμαζαν σε διάφορες τοποθεσίες και περιοχές τής Μεσσηνίας [Χανδρινού – Κυνηγού – Μπαλοδηµέϊκα – Μεθώνη – Φοινικούντα τής επαρχίας Πυλίας και στην άνω και κάτω Μεσσηνία, Π.χ., Νεοχώριο – Πεταλίδι – Ιθώµη, κ.λπ.].

*****

Ίδρυση του χωριού Λυκοχίων

Με την απελευθέρωση της Πατρίδος από τον τουρκικό ζυγό το 1827, κατόπιν ωρίµου σκέψεως τέσσερις οικογένειες από τους συνοικισμούς Χρυσοβιτσίου απεφάσισαν το 1833 – 1836 να κτίσουν σπίτια και να εγκατασταθούν μόνιµα στο Νότιο µέρος τού όρους Μαινάλου, σε υψόµετρο 860 µ., στην τοποθεσία όπου πιθανώς βρισκόταν η Αρχαία «Λυκόα». Αυτό µας το μαρτυρούν τ’ αρχαιολογικά ευρήµατα που ευρέθηκαν µε τις ανασκαφές που έγιναν από αρχαιολόγους στο ύψωµα του «Προφήτη Ηλία».
Στον τόπο αυτό έκτισαν σπίτια και ίδρυσαν νέο χωριό που το ονόµασαν «Λυκόχια». Οι πρώτες οικογένειες ήταν:


Η οικογένεια του Θανάση Μαρκολέφα, που έκτισε κατοικία στο νότιο μέρος τού χωριού.

Η οικογένεια των Κουρεταίων, ο Θανάσης Κουρέτας στο κέντρο τού χωριού και ο Γιάννης Κουρέτας στο νότιο μέρος τού χωριού.

Οι οικογένειες των Μπουγιουκαίων, Νικολάου και Δημητρίου έκτισαν κατοικίες στο βόρειο μέρος, ο Παναγιώτης Μπουγιούκος έκτισε κατοικία στο νότιο μέρος, ο δε Θανάσης Καψιμαλάκος στο ανατολικό μέρος με τοπωνύμιο «χάνι».

Το νέο χωριό Λυκόχια, επί σειρά ετών, είχε ισχυρά την συνείδηση της εξάρτησης από τα χωριά τού Δήμου Φαλάνθου και συγκεκριμένα από το χωριό Χρυσοβίτσι, καθ’ ότι μέχρι το 1920 ήταν συνοικισμός τού χωριού Χρυσοβιτσίου, απ’ όπου είχαν οι κάτοικοι των Λυκοχίων εξαρτήσεις, διοικητικές και θρησκευτικές.

Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού θεώρησαν καλό να χτίσουν στο κέντρο τού χωριού ένα προσκυνητάρι, για να νοιώθουν κοντά τους έναν προστάτη Άγιο. Στο προσκυνητάρι αυτό τοποθέτησαν μια εικόνα τού Αγίου Νικολάου. Λέγεται ότι το προσκυνητάρι είχε κατασκευασθεί με πέτρες, χωρίς λάσπη (ξερολιθιά) και ήταν σκεπασμένο με χόρτα, φτέρες και πάνω απ' αυτά πλάκες πέτρινες.

Αργότερα, στην ίδια τοποθεσία περίπου το 1860 έκτισαν ένα Εκκλησάκι τού Αγίου Νικολάου, για να εκτελούν, ως Χριστιανοί τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, καθ’ ότι ήταν πολύ δύσκολο και κουραστικό, προκειμένου να εκκλησιαστούν, να πηγαίνουν στο χωριό Χρυσοβίτσι, απ' όπου είχαν τη καταγωγή τους.

Στο Εκκλησάκι αυτό, επί σειρά ετών, μέχρι το 1907 εκτελούσε την Θεία Λειτουργία, μία ή δύο φορές το μήνα, ο εκάστοτε Ιερέας τού Χρυσοβιτσίου, καθ’ ότι τα Λυκόχια ήταν συνοικισμός αυτού.

Τα Λυκόχια ήταν και είναι ένα μικρό ορεινό χωριό τής Επαρχίας Μαντινείας τού Νομού Αρκαδίας, που περιβάλλεται από πολλές βελανιδιές, πουρνάρια, κέδρα και έλατα, καθώς και από πετρώδη υψώματα.

[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ]

Τα όρια της περιοχής των Λυκοχίων

Τα ανατολικά και νότια σύνορα των Λυκοχίων είναι και τα σύνορα της Επαρχίας Μαντινείας με τις Επαρχίες Μεγαλόπολης και Γορτυνίας. Η συνάντηση των τριών Επαρχιών γίνεται στην «Παλιομοιρέϊκή βρύση», όπου και ο βράχος του «Αη­Γιάννη». Διασκεδαστικά, οι ντόπιοι αποκαλούσαν το σημείο αυτό «τριεθνές».

Η οριοθέτηση της περιοχής έχει ως κατωτέρω:

ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ: Οριοθετείται από τις ακόλουθες τοποθεσίες. Του Αγγελή το Κορφάδι – Ραπουνοδιάσελο [δρόμος που οδηγεί από τα Λυκόχια στην Ντόβριτσα και στο οροπέδιο του Ραπουνιού] – τα γούπατα του Γέρο Γιώργη Μαρκολέφα – τα ρόγγια του Βασιλείου Ιωάν. Μαρκολέφα – κορυφογραμμή τού όρους Μπλεσίβου του ΜαινάλουΠροφήτης Ηλίας Χαλάσματα - εξωκκλήσι του χωριού Αρκουδορέματος, κατά το παρελθόν – του Σαβά τα λακώματαΚαλαρίτι – κτήματα των Χαριλάου και Παναγιώτη Κουρέτα – ΚοντογιάννιαΣυνέσοβα - ΧαραμαράΝταλογκά - κτήματα των κατοίκων των Λυκοχίων – Τρύπια πέτραΞαμίλια - Λυκούρεση.
Η βόρεια περιοχή των Λυκοχίων συνορεύει με τις ακόλουθες περιοχές: Πλατό ΡαπούνιΥψούνταΣτεμνίτσαΑρκουδόρεμαΛιμποβίσιΧρυσοβίτσιΛυκούρεση Μαντινείας.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΤΜΗΜΑ: Οριοθετείται από τις ακόλουθες τοποθεσίες: Ρέµα Κουργιαµπλά – κτήµατα Μαρκολεφαίων – ΕλαφογκρέµιαΜπουγέτα βρύση – Κορυφογραµµή όρους ΚούκουραΓκρεµίλα – Καλτερίµι - όρια του χωριού Μαντέϊκα. Το ανατολικό τµήµα συνορεύει µε τις περιοχές: Καράτουλα ΜεγαλοπόλεωςΒάγκου ΜεγαλοπόλεωςΜαντέϊκα Δήµου Φαλάνθου Μαντινείας.

ΝΟΤΙΟ ΤΜΗΜΑ: Οριοθετείται από τις ακόλουθες τοποθεσίες: Βράχος Αη-Γιάννη – Κτήµα Διονυσίου Στ. Μαρκολέφα - ΜπλακοβούνιΛειψένι – κτήµατα Λυκοχιωτών και Παλαιοµοιραίων – ΒατερήΒαθύ Γούπατο – κτήµα Ιωάννη Κουρέτα του Ανδρέα – κτήµα Σταύρου Μαρκολέφα του Γεωργίου – ύψωµα Σκαλίτσα – τα πηγάδια άνω και κάτω ΛυκόχιΑνεµοδούρι – κτήµα Γεωργίου Ιωάννου Μαρκολέφα – Μαλαγάρι – κτήµα Γεωργίου Ιωάννου Φουντά από Παύλια.
Το νότιο τµήµα συνορεύει µε τις περιοχές Παλαιοµοιρίου και Παύλιας, Δήµου Τρικολώνων Γορτυνίας.

ΔΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ: Οριοθετείται από τις ακόλουθες τοποθεσίες: Πλαγιά Μαινάλου – Μπουτσεκόρεµα – Περιοχή Σκάλας – κτήµατα Λυκοχιωτών και Παυλαίων – ύψωµα Ψαροβούνι – κτήµα Πάνου Κουρέτα του Χρήστου – Καραγγούνι – κτήµα Παρασκευά Μαρκολέφα του Ιωάννου – Κτήµα Σιαµέλα, από χωριό ΨάριΒαθιά Λάκκα – κτήµατα Λυκοχιωτών, Ψαραίων και Συρναίων – κτήµα Ιωάννου Νικολάοu Κουρέτα «Καραλή» - Βίγλες – κτήµα Γεωργίου Νικολ. Κουρέτα «Καραλή» – Ξενόγιαννη – κτήµα Ηλία Γεωργίου Κουρέτα – Σπλυθαράκι.
Το δυτικό τµήµα συνορεύει µε τις περιοχές των χωριών: Ψάρι - ΣύρναΠαύλια του Δήµου Τρικολώνων Γορτυνίας.

Οι πρώτες κατοικίες – « καλύβες»

Όταν οι κάτοικοι των συνοικισµών του Χρυσοβιτσίου, Μαρκολεφαίοι «Αλημισαίοι», Μπουγιουκαίοι, Κουρεταίοι και. Καψιμαλακαίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή των Λυκοχίων, από το 1833 έως το 1836, όπου τα προηγούμενα χρόνια είχαν μαντριά για τα αιγοπρόβατά τους και καλύβια πέτρινα, «ξερολιθιά», για προσωρινή κατοικία, έκτισαν από το 1845 και μετά, σπίτια με καλύτερες προϋποθέσεις λειτουργικότητας. Ο προσανατολισμός των σπιτιών ήταν ανατολικός – μεσημβρινός.

Τα σπίτια γίνονται ανώγεια µε µικρή πέτρινη σκάλα και χαγιάτι µε τα ακόλουθα εσωτερικά µέρη: Εµπατή (χώλ), χειµωνιάτικο, κελάρι (αποθήκη) και σάλα. Ο σκελετός τού πατώµατος είναι από κέδρα και έλατα, το δε πάτωµα είναι ξύλινο και κάτω από αυτό είναι το κατώι (ισόγειο) χρήσιµο για τη στέγαση των οικόσιτων ζώων και αποθήκη τροφών των ζώων.

Στο βάθος τού ισογείου και ακριβώς κάτω από το χειµωνιάτικο υπάρχει πέτρινος θόλος, εντυπωσιακής κατασκευής, στον οποίο τοποθετούνται τα βαρέλια, «βαγένια» , µε το γευστικό κρασί.

Εξώστες, επί σειρά ετών, δεν κατασκευάζονται. Τα παράθυρα είναι µικρά και εξ’ ολοκλήρου ξύλινα. Η σάλα του σπιτιού έχει συνήθως τέσσερα παράθυρα, δύο στη δυτική πλευρά και δύο στους πλαϊνούς τοίχους. Ένα ή δύο παράθυρα υπάρχουν και στο χειµωνιάτικο, ενώ ένα µικρό παράθυρο έχει και το κελάρι – «αποθήκη». Καθυστερηµένα έκανε την εµφάνισή της και η ξύλινη οροφή «ταβάνι».

Οι κατασκευές των σπιτιών της εποχής εκείνης γνωρίζονται από την εμπειροτεχνική τους και τα χρησιµοποιούµενα υλικά. Σε πρώτη φάση έχουµε σπίτια µε δύο παράθυρα δυτικά, χωρίς εξώστη. Ύστερα από λίγα χρόνια εµφανίζονται εξώστες, µε µια πόρτα και δύο παράθυρα, δεξιά και αριστερά της πόρτας.

Συµβαίνει όµως πολλά σπίτια να έχουν τροποποιηθεί ως προς την αρχική κατασκευή τους, ενώ είχαν γνωρίσµατα παλαιών σπιτιών, µε δύο µόνο παράθυρα στη σάλα και χωρίς εξώστη και µπαλκονόπορτες.

Αδιάψευστα στοιχεία τής παλαιότητας των σπιτιών αποτελούν και τα υλικά κατασκευής τους. Τα παλαιά σπίτια, προ του 1900, έχουν γνώρισμά τους την λάσπη του χτίσματος και τους πλατιούς τοίχους, 0,60 έως 0,70 μέτρα (60 έως 70 πόντους). Χρησιμοποιούσαν για τη λάσπη κοκκινόχωμα, για τη συνεκτικότητα του υλικού άχυρα και ασβέστη, ο οποίος δεν είχε καλή διάλυση στο χώμα. Αργότερα χρησιμοποιούσαν και ψιλή άμμο, από τη Σκαλίτσα, την Μπολιάνισσα, τα Ριζαινά κ.λπ..

Οι πέτρες (αγκωνάρια) που χρησιμοποιήθηκαν για τη κατασκευή των σπιτιών βγήκαν από τα νταμάρια ασβεστόλιθων. Τόποι εξορύξεων ήταν οι τοποθεσίες Βορίλα, Μπλουμικό, Λυκόπουλο, Μπολιάνισσα, Σύρμα, Χειραίλια, Βαργιανέϊκα, Κάρκανο, Λυκόχι κ.λπ..

Οι νεώτερες κατοικίες

Στα νεότερα χρόνια 1890 – 1940, τα σπίτια έγιναν ψηλότερα. Αυτά αποτελούν μεγάλο μέρος των σπιτιών των σημερινών κατοίκων τού χωριού. Οι πόρτες και τα παράθυρα απέκτησαν μεγαλύτερες διαστάσεις, τα περβάζια τους, ανώφλια και κατώφλια, έγιναν με πέτρες πελεκητές σε ευθείες γραμμές, κάθετες και οριζόντιες, ενώ κατά την προηγούμενη περίοδο το ανώφλι του παραθύρου γινόταν με δύο πελεκητές πέτρες καμπύλης γραμμής.

Οι παλαιές περιμανδρώσεις των σπιτιών που είχαν γίνει με πέτρες χωρίς λάσπη, «ξερολιθιές», γκρεμίστηκαν οι περισσότερες και χτίστηκαν νέες με συνεκτικά υλικά, άμμο και ασβέστη. Τα σπίτια που χτίστηκαν μεταξύ των ετών 1860 – 1930 ξεχωρίζουν από τα παλαιότερα για την καλύτερη κατασκευή και τα υλικά τους.

Οι οικοδόμοι που εργάστηκαν για την ανέγερση των σπιτιών και τις περιμανδρώσεις τους ήσαν Ηπειρώτες, Λαγκαδιανοί Γορτύνιοι. Όλα τα σπίτια έχουν τους απαραίτητους χώρους, αυλή, κήπο, ευρύχωρο εξώστη – «χαγιάτι», εμπατή – «χωλ», χειμωνιάτικο, σάλα, δωμάτια ύπνου, αποθήκη, μπαλκόνι - βεράντα, κλπ..

Απ’ όλα τα δωμάτια το πιο ζεστό και περιποιημένο είναι το χειμωνιάτικο, η γωνιά «εστία των αρχαίων Ελλήνων». Περιποιημένο είναι επίσης και το μεγάλο δωμάτιο της σάλας. Στην ανατολική γωνιά τής σάλας ή του χειμωνιάτικου, με χωριστή φροντίδα και καλαισθησία βρίσκονται τοποθετημένες οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Το καντηλάκι με το θαμπό φως του κάνει κατανυκτική τη γωνιά τού σπιτιού.

Πίσω από την εμπατή (χωλ) είναι το κελάρι – «αποθήκη», που έχει είσοδο από το χειμωνιάτικο και το φως τής ημέρας μπαίνει από ένα παράθυρο βορεινό. Στο δωμάτιο αυτό αποθηκεύονται όλα σχεδόν τα τρόφιμα και τω χρειώδη του σπιτιού, τα αναχρηκά όπως λέγονται.

Στα παλαιότερα χρόνια και πριν χτιστούν τα καλύβια στον περίβολο των σπιτιών, τα μεγάλα ζώα σταυλίζονταν στα κατώγια ή «κατώϊα», τα οποία είχαν ενδιάμεσο χώρισμα «μπλέχτη», εκ του πλέκω ξύλα, όπου αποθηκεύονταν, χωριστά από τα ζώα, ζωοτροφές (άχυρα, σανά κ.λπ.) Τα ζώα και οι ζωοτροφές έκαναν τον χειμώνα ικανοποιητική τη θερμοκρασία τού σπιτιού.

Αργότερα, όταν τα ζώα και οι ζωοτροφές μετεφέρθησαν στα καλύβια, η θερμοκρασία ελαττώθηκε αλλά τα σπίτια κέρδισαν την καθαριότητα και την υγιεινή τους ατμόσφαιρα. Στο ισόγειο τοποθετούνται διάφορα εργαλεία και αντικείμενα εποχικής χρήσεως, ενώ στο θόλο του αποθηκεύεται σε μεγάλα βαρέλια, «βαγένια», το κρασί τού σπιτιού.

Σε κάποια άκρη τής αυλής ή στο πίσω μέρος τού σπιτιού υπάρχει ο φούρνος, που ψήνει το χωριάτικο ψωμί και τα νόστιμα φαγητά. Οι κήποι, όσο το νερό των πηγαδιών περίσσευε, εκαλλιεργούντο με κηπευτικά, όταν όμως υπήρχε πρόβλημα νερού, τα κηπευτικά ήταν λιγοστά. Μόνο τα χειμωνιάτικα λαχανικά (σπανάκια, ραπανάκια, κρεμμύδια, σκόρδα, μαρούλια, κολοκυθιές, πατάτες κ.λπ.) έδιναν κάποιο «παρόν» και εφ΄ όσον βέβαια ο καιρός και οι ανοιξιάτικες βροχές βοηθούσαν.

Τα άνθη λιγοστά στους εξώστες, έκαναν δειλά την εµφάνισή τους χάρη στην υποµονή και την αντοχή των γυναικών. Κρίνοι, χρυσάνθεµα, τριανταφυλλιές και καρποφόρα δένδρα υπήρχαν στους κήπους, γλάστρες µε ωραία άνθη στόλιζαν τα χαγιάτια και τους εξώστες των σπιτιών.

Έγνοια καθημερινή όµως ήταν το νερό. Από του έτους 1972, οπότε έγινε το µεγάλο υδραγωγείο τής περιοχής, το νερό τής πηγής «Σαβαλά» ικανοποιεί πλήρως την ύδρευση των κατοικιών και µερικώς την άρδευση των κήπων.

Το κλίµα των Λυκοχίων

Γενικά, το κλίµα των Λυκοχίων είναι ορεινό, δροσερό κατά την διάρκεια του καλοκαιριού και αρκετά κρύο τον χειµώνα. Οι κλιµατολογικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευχάριστες για την ζωή των κατοίκων και ευνοϊκές για την ανάπτυξη της χλωρίδας και της πανίδας τού τόπου.

Η ηλιοφάνεια, το δασώδες της περιοχής, η διαυγής κατά τις περισσότερες ημέρες τού χρόνου ατµόσφαιρα, η έλλειψη υγρασίας, η κανονική θερµοκρασία (µέσος όρος 16 – 20 °C), η μόνιμη σχεδόν κατεύθυνση του ανέµου, εκ δυσµών προς ανατολάς (προβέτζα), µε τη ζωογόνο πνοή τού Ιονίου πελάγους και το ιδανικό υψόµετρο των 860 µ., συνθέτουν κλίµα εύκρατο και υγιεινό.

Το άριστο σχεδόν κλίµα τού χωριού επιδρά ευεργετικά στη ζωή των ανθρώπων και γενικότερα, στη ζωή όλων των έµβιων όντων. Το επηρεαζόµενο από το περιβάλλον επίπεδο υγείας των κατοίκων είναι αρκετά υψηλό, οι δε περιπτώσεις σοβαρών ασθενειών είναι µάλλον σπάνιες.

Ο ελατερός ανασασµός τού Μαινάλου και η πνοή των ελάτων, των πουρναριών και των κέδρων, έτσι όπως βουβά ανταµώνουν στις χαράδρες και στις πλαγιές του λόφου «Προφήτης Ηλίας» και στις περιοχές Ντόβριτσα, Ντουµινέϊκα, Μπλουµικό, Λαγκάδα, Μπλεσίβο, Συνέσοβα, Κεραµµίδια, Ριζαινά, Νταλογκά κ.λπ., δίδουν στα πνευµόνια µας ό,τι ζωογόνο υπάρχει στην ατµόσφαιρα.



Το χωριό Λυκόχια, µε το πλούσιο πράσινο, τον καθαρό «Μαινάλειο» αέρα, τη μεγάλη ηλιοφάνεια, τη διαυγή ατµόσφαιρα, τα χαµηλά ποσοστά ατµοσφαιρικής υγρασίας, τη σχεδόν ιδανική µέση ετήσια θερµοκρασία και το ιδανικό υψόµετρο, διαθέτει ένα υπέροχο κλίµα για µια αναζωογόνηση των ζωτικών λειτουργιών του ταλαιπωρηµένου στα μεγάλα αστικά κέντρα ανθρώπινου οργανισµού.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Προϊόντα των Λυκοχίων - Κτηνοτροφικά - Γεωργικά

Η περιοχή των Λυκοχίων, στο σύνολο, είναι ορεινή και κατάλληλη για βοσκοτόπια. Οι κάτοικοι του χωριού με σκληρή εργασία, ασχολούντο αρκετά με την κτηνοτροφία και με την γεωργία. Τα κτηνοτροφικά προϊόντα (τυρί, βούτυρο, μυζήθρες, κρέατα, μαλλιά, κ.λπ.), για το σύνολο των σπιτιών τού χωριού, ήταν παραγωγή πλουσιωτάτη και ποιοτικώς αρίστη. Τα παρασκευάσματα από το γάλα (χυλοπίτες, «γλυκός» και «ξυνός» τραχανάς, τυρί, βούτυρο, μυζήθρες) μετριούνταν σε πολλές οκάδες.

Όλα σχεδόν τα νοικοκυριά είχαν την αυτάρκειά τους στα πιο πάνω προϊόντα και αρκετά μεγάλο εισόδημα από την κτηνοτροφία. Τα γεωργικά προϊόντα ήταν περιορισμένα, καθ' ότι το έδαφος της περιοχής τού χωριού είναι πετρώδες μετά δυσκολίας κατόρθωναν να καλλιεργήσουν κτήματα. Με μεγάλο κόπο και εργασία κατασκευάζονται μάντρες και πεζούλια στις πλαγιές, για να κρατήσουν τα χώματα που παρασύρονται από την βροχή, έτσι ώστε να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμα κτήματα.

Τα ολίγα χωράφια, που ήταν μέσα στο δάσος των ελάτων και δέχονταν την «χουμάδα» των φύλλων των δένδρων, απέδιδαν αρκετά γεωργικά προϊόντα (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, αραβόσιτο) και ολίγες ζωοτροφές (βίκο, βρώμη, λαθούρι, ρόβη, κ.λπ).

Οι κάτοικοι των Λυκοχίων είχαν αγοράσει αρκετά στρέμματα αμπελοφυτείες και ελαιοπερίβολα στις κοινότητες Παύλιας, Καράτουλα και Τριλόφου, απ' όπου εξασφάλιζαν το κρασί τού σπιτιού τους. Μετρική μoνάδα τού κρασιού «μούστου» ήταν η «μπότσα», δοχείο χάλκιν0, Ενετικής προελεύσεως, που χωρούσε δύο (2) οκάδες ή δυόμιση κιλά (2.560 γραμμάρια).

Άλλο βασικό εισόδημα για τους κατοίκους των Λυκοχίων ήταν το λάδι από τα ελαιοπερίβολα που είχαν αγοράσει σε πολλές περιοχές τής Μεσσηνίας [Βαλύρα, Πεταλίδι, Ανδρούσα, Χανδρινού, κ.λπ.], καθώς και σε περιοχές τού νομού Ηλείας.

Οι κάτοικοι του χωριού είχαν εξασφαλίσει από τα χωράφια που με μεγάλο κόπο καλλιεργούσαν, τα απαραίτητα για την διατροφή της οικογένειάς τους [κουκιά, ρεβίθια, φακές, ξερικά φασόλια, κ.λπ.]. Οι καλές παραγωγές των περασμένων ωφείλοντο κατά κύριο λόγο, στις περισσότερες ανοιξιάτικες βροχές και στα φυσικά λιπάσματα από τα αιγοπρόβατα.

Τα δάση των Λυκοχίων

Τα βόρεια – ανατολικά και δυτικά εδάφη των Λυκοχίων καλύπτονται από πυκνά δάση αγρίων δένδρων και θάμνων. Από την χλωρίδα τού τόπου ξεχωριστή θέση κατέχουν τα πουρνάρια, οι γλατζινιές και τα κέδρα. Στο βόρειο μέρος και λίγο ανατολικά και σε απόσταση 800 μ. περίπου, υψούνται τα όμορφα και αθάνατα έλατα του όρους Μαινάλου.

Υπάρχουν άφθονα κέδρα που σκορπίζουν την ευοδιά τους στο περιβάλλον. Αξιοθαύμαστο είναι το γραφικότατο δάσος και αξιόλογος δρυμός τού χειμάρρου της Λαγκάδας, που έχει μήκος περίπου 12 χιλ. από την Λυκούρεση του Δήμου Φαλάνθου και φθάνει στην Παλαιομοιρέϊκη βρύση, στον «Αϊ-Γιάννη», όπου στολίζεται σχεδόν και από τις δύο πλαγιές, από πολλά και πανέμορφα δένδρα, έλατα, αργιές, πρίνοι (πουρνάρια), κέδρα, γλατζινιές, κουμαριές κ.λπ..

Βορειότερα των Λυκοχίων υψούται η κορυφή τού όρους Μαινάλου, «Μπλεσίβος», υψόμ. 1.544 μ. Το όρος αυτό ξεχωρίζει, για το πυραμοειδές σχήμα του, τον μεγαλόπρεπον όγκο του και την γραφικότητα του πυκνού δάσους τής ελάτης.

Το παρελθόν ενός τόπου έχει μεγάλη ιστορική σημασία, για το παρόν και για το μέλλον του.

Λαός που ξεχνά την ιστορική του υπόσταση, που διακόπτει την επαφή του με το χθες, είναι καταδικασμένος στην πνευματική του αφάνεια.

Kαι αλλοίμονο στον λαό εκείνο που ενώ ο τόπος του έχει ιστορία, δόξα, ομορφιά και δύναμη, τον αγνοεί και βαδίζει χωρίς να οδηγείται από την σκιά των περασμένων, που αποτελούν το κίνητρο για την δημιουργία της νέας ζωής.

«Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω την ζωή σας,
την απλοϊκή σας τη ζωή πούχει περίσσες χάρες.
Μα πιο πολύ το μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας,
όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος»
Κωνσταντίνος Κρυστάλλης


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ιστορία τού Δήµου Φαλάνθου

Στη µεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος ΚΓ΄ σελ. 801,  ο συγγραφέας αναφέρεται στην Ελληνική µυθολογία, ότι ο Φάλανθος ήταν ο γιος τού Αγελάου τού γιού τού Στυµφάλου, ο οποίος έκτισε την πόλη Φάλανθο, νότια της Μαντινείας, επί τού οµώνυµου όρους.

Ο ιστορικός Παυσανίας μάς αναφέρει: «Πηγή Κρουνοί, τάφος Καλλιστούς, ιερόν Αρτέµιδος Καλλίστης, Ελισσών, Ευθεία Μεθυδρίου - φθάνει εις χωρίον Ανεµώσα και όρος Φάλανθον». Προσθέτοντας, «Εν αυτώ ερείπια εστί Φαλάνθου, πόλεως Αγελάου δε του Στυµφάλου παίδα είναι τον Φάλανθον λέγουσι».

Αν η Αρκαδία είναι ένας προνοµιακός εξώστης τής Πελοποννήσου, η περιοχή τού Φαλάνθου είναι ο φυσικός εξώστης τής Αρκαδίας. Εξώστης που ευχαρίστως χρησιμοποιείται κατά τους θερινούς μήνες από Αρκάδες και τουρίστες ως τόπος παραθερισµού.

Το σύνολο της περιοχής τού Δήµου Φαλάνθου είναι ορεινή και πετρώδης. Τα καλλιεργήσιµα κτήµατα είναι ολίγα και δύσκολα. Για να εξασφαλισθεί η αγροτική αυτάρκεια έχει χρησιµοποιηθεί µια πατροπαράδοτη µέθοδος για την αποφυγή των κατολισθήσεων από την ορµητικότητα των χειµάρρων. Συγκεκριµένα, τα κτήµατα προστατεύονται µε πεζούλια κτισµένα από «ξερολιθιές».

Ανάλογες εκτάσεις στις πλαγιές των υψωµάτων έγιναν λειβάδια και µαζί µε τις καλαµιές συνετέλεσαν ώστε να υπάρχει ανεπτυγµένη κτηνοτροφία, πολύ ευεργετική για τους ποιµένες τού Δήµου Φαλάνθου.

Αναφέρεται ότι τα δεκατέσσερα (14) χωριά τού Δήµου διατηρούσαν 95 χιλιάδες αιγοπρόβατα, τα οποία τον χειµώνα τα οδηγούσαν στα χειµαδιά, στους Νοµούς Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αργολίδος και Ηλείας και την άνοιξη και το καλοκαίρι στο Μαίναλο.

Διοικητική διάρθρωση του Δήµου Φαλάνθου

Με την διοικητική διάρθρωση του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, µε το σύστηµα οργάνωσης των επαρχιών, κατά Δήµους, το 1836, τέσσερα χωριά απετέλεσαν τον Δήµο Φαλάνθου. Τα χωριά ήταν: Λιµποβίσι, Αρκουδόρεµα, Πιάνα και Χρυσοβίτσι.
Μετά την νέα διεύρυνση που έγινε το 1845, µε το Διάταγµα «Νοµ. ΚΕ΄ 15 Δεκ. 1845», τον Δήµο Φαλάνθου αποτελούσαν 14 χωριά: Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Αρκουδόρεµα, Λιµποβίσι, Αλωνίσταινα, Καρδαρά, Ροεινό, Άνω Νταβιά, Κάτω Νταβιά, Ζαράκοβα, Συλίµνα, Τσελεπάκου, Λυκούρεση και Λυκόχια.

Κατόπιν, µε τον Ν.Δ.Ν.Ζ 1879, τον Δήµο Φαλάνθου αποτελούσαν 13 χωριά: Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Αρκουδόρεµα, Αλωνίσταινα, Καρδαρά, Ροεινό, Άνω Νταβιά, Κάτω Νταβιά, Ζαράκοβα, Συλίµνα, Τσελεπάκου, Μαντέϊκα και Λυκόχια. Με την συγκρότηση αυτή ο Δήµος Φαλάνθου διατηρήθηκε µέχρι το 1912.

Το 1896 ο πληθυσµός τού Δήµου Φαλάνθου ήταν: Πιάνα 709 κάτοικοι, Χρυσοβίτσι 535 κάτοικοι, Αρκουδόρεµα 35 κάτοικοι, Αλωνίσταινα 407 κάτοικοι, Καρδαράς 196 κάτοικοι, Ροεινό 981 κάτοικοι, Άνω Νταβιά 216 κάτοικοι, Κάτω Νταβιά 154 κάτοικοι, Ζαράκοβα 286 κάτοικοι, Συλίµνα 859 κάτοικοι, Τσελεπάκου 223 κάτοικοι, Μαντέϊκα 84 κάτοικοι και Λυκόχια 244 κάτοικοι

Το 1907, ο Δήµος Φαλάνθου στην τελευταία καταγεγραµµένη απογραφή του αριθµούσε 4.934 κατοίκους. Συγκεκριµένα: Πιάνα 761 κάτοικοι, Χρυσοβίτσι 378 κάτοικοι, Αρκουδόρεµα 34 κάτοικοι, Αλωνίσταινα 386 κάτοικοι, Καρδαράς 282 κάτοικοι, Ροεινό 995 κάτοικοι, Άνω Νταβιά 212 κάτοικοι, Κάτω Νταβιά 161 κάτοικοι, Ζαράκοβα 265 κάτοικοι, Συλίµνα 875 κάτοικοι, Τσελεπάκου 229 κάτοικοι, Μαντέϊκα 100 κάτοικοι και Λυκόχια 253 κάτοικοι

Με το ΦΕΚ «α.φ. 252, 1912» οι Δήµοι έπαυσαν να λειτουργούν ως διοικητικά όργανα των χωριών και των μικρών πόλεων της χώρας. Η διοίκηση των οικισµών ανετέθη στις Κοινότητες.

Η πρώτη Κοινότητα ήταν της Πιάνας µαζί µε τους οικισµούς Καρδαρά και Λυκόχια. Κάποια στιγµή το χωριό Λuκόχια υπήχθη στην Κοινότητα Χρυσοβιτσίου, αλλά από το 1919 απετέλεσε χωριστή Κοινότητα, µε το ΦΕΚ «94/1919 τ.χ. Α'»

Σήµερα δίδει την εντύπωση ότι πρόκειται για καινούργιο χωριό, που όµως έχει ισχυρά την συνείδηση της εξάρτησης από τα χωριά τού Δήµου Φαλάνθου και µάλιστα από το ιστορικό χωριό Χρυσοβίτσι. Αυτό µας το µαρτυρούν οι αρκετοί συνοικισµοί που υπήρχαν στο παρελθόν στο χωριό Χρυσοβίτσι: Αλιµισαίικα (Μαρκολεφαίικα), Μπουγιουκαίικα, Κουρεταίικα και Καψιµαλακαίικα.

Ο πληθυσµός τού χωριού Λυκόχια κατά τον 19ο και 20ο αιώνα παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα:

Έτος
1889
1896
1907
1920
1928
1940
Κάτοικοι
201
244
253
278
398
409

Έτος
1951
1961
1971
1981
1991
2001
Κάτοικοι
301
285
186
201
201
146

Δηµοτικοί Άρχοντες του Δήµου Φαλάνθου (1836 -1912)

Δήμαρχοι του τέως Δήµου Φαλάνθου από το έτος 1836 έως της συστάσεως των Κοινοτήτων, το 1912, διετέλεσαν οι κατωτέρω:
Δηµητρακόπουλος Δηµήτριος του Παναγιώτη          1836-1840
Δηµητρακόπουλος Θεόδωρος του Παναγιώτη           1840-1842
Δηµητρακόπουλος Κωνσταντίνος του Παναγιώτη   1842-1852
Καρράς Παναγιώτης                                                   1852-1853
Δηµητρακόπουλος Δηµήτριος του Παναγιώτη          1854-1855
Δηµητρακόπουλος Κωνσταντίνος του Παναγιώτη   1856-1860
Δηµητρακόπουλος Δηµήτριος του Παναγιώτη          1861-1866
Δηµητρακόπουλος Κωνσταντίνος του Παναγιώτη   1867-1869
Πετρόπουλος Κωνσταντίνος του Νικολάου               1870-1873
Ζούζουλας Παναγιώτης του ………..                             1874-1878
Κοσµόπουλος Κωνσταντίνος του Νικολάου               1879-1890
Δηµητρακόπουλος Παναγιώτης του Βασιλείου         1891-1900
(μετά;)

Κοινοτικοί Άρχοντες των Λυκοχίων

Από το έτος 1912 µε το «Ν.Δ. - Φ.Ε.Κ. Α.φ. 252/1912», οι Δήµοι έπαυσαν να λειτουργούν ως Διοικητικά Όργανα των χωριών και των µικρών πόλεων της χώρας. Τα Λυκόχια απετέλεσαν ιδίαν κοινότητα, µε το Βασιλικό Διάταγµα ιδρύσεως της Κοινότητας Λυκοχίων, που εδηµοσιεύθει στο υπ’ αριθµόν «Φ.Ε.Κ. 94/1919 Τ.Χ.Α΄».

Παραθέτω τα ονόµατα των προέδρων, οι οποίοι υπηρέτησαν την Κοινότητα Λυκοχίων από το 1923 µέχρι το 1998:
Κουρέτας Παναγιώτης του Χρήστου                1923-1928
Μπουγιούκος Παναγιώτης του Γεωργίου         1928-1936
Καραλέκας Χαράλαµπος του Νυωλάου             1936-1940
Μπουγιούκος Κωνσταντίνος του Χρήστου      1941-1946
Καψιµαλάκος Αθανάσιος του Κωνσταντίνου  1946-1950
Κουρέτας Νικόλαος του Θεοδώρου                  1950-1954
Καραλέκας Χαράλαμπος του Νικολάου            1954-1960
Μπουγιούκος Ανδρέας του Πανταζή                1960-1962
Κουρέτας Ιωάννης του Ανδρέου                       1962-1964
Κουρέτας Ιωάννης του Αδάμ                             1964-1974
Μπουγιούκος Βασίλειος του Νικολάου             1974-1979
Κουρέτας Ιωάννης του Αδάμ                             1979-1982
Κουρέτας Νικόλαος του Ιωάννου                      1982-1989
Μπουγιούκος Αθανάσιος του Πανταζή            1989-1990
Καψιµαλάκος Κωνσταντίνος του Αθανασίου  1990-1992
Μπουγιούκος Νικόλαος του Αναστασίου          1992-1994
Κουρέτας Ηλίας του Ανδρέου                           1994-1998


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Άνθρωποι του χωριού - Επώνυμα σηµερινών και παλαιών οικογενειών

Οικογένεια Μαρκολέφα

Η οικογένεια Μαρκολέφα έχει την καταγωγή της από ένα χωριό τού Νοµού Λακωνίας, «τ’ Αφησιού». Η παράδοση µάς λέει ότι η οικογένεια Μαρκολέφα αρχικώς είχε το επώνυµο «Αλιµίσιος», αλλά σε κάποια στιγµή, για πολλούς λόγους, µετενωµάσθει σε «οικογένεια Μαρκολέφα». Αυτό µας το µαρτυρεί το τοπωνύµιο που υπάρχει στο χωριό Χρυσοβίτσι «συνοικισµός Αλιµισαίικα».

Κατά τον 18° αιώνα και συγκεκριµένα γύρω στα 1770 (Ορλωφικά), ο Γέρο-Μάρκος Αλιµίσης, Γενάρχης τής οικογένειας Μαρκολέφα, προκειµένου να διαφυλάξει και να προστατεύσει την οικογένειά του και τα υπάρχοντά του, 1.500 αιγοπρόβατα περίπου, από τους Τουρκαλβανούς, αποφάσισε να µετοικήσει στα δάση τού όρους Μαινάλου τού Νοµού Αρκαδίας και συγκεκριµένα στο χωριό Χρυσοβίτσι, της επαρχείας Μαντινείας Αρκαδίας.

Κατ’ αρχήν εγκαταστάθηκε µέσα σε πυκνό και δύσβατο δάσος από έλατα στις θέσεις «Χαραµαρά», «Σινέσοβα», «ρέµα Κουργιαµπλά». Στο χωριό Χρυσοβίτσι ο Γέρο­Μάρκος ίδρυσε συνοικισµό µε το όνοµα «Αλιµισαίικα Καλύβια». Στον συνοικισµό αυτόν φιλοξενήθηκε, την εποχή τού κατατρεγµού, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αυτό αναφέρεται στα αποµνηµονεύµατα «ο Γέρος τού Μοριά», σελ. 71 του Σπύρου Μελά.

Η παράδοση µάς λέει ότι η γνωστοί και οι φίλοι τού Γέρο-Μάρκου, εξ’ αιτίας της σωµατικής του διάπλασης [σωµατώδης, µεγάλη µυϊκή δύναµη, σκληροτράχηλος], στο όνοµα Μάρκος πρόσθεσαν τη λέξη «ελέφας», οπότε, σιγά-σιγά, µε το πέρασµα του χρόνου λησµονήθηκε το επώνυµο «Αληµίσιος» και επικράτησε το επώνυµο «Μαρκολέφας».

Ο Γέρο-Μάρκος είχε τρία αγόρια, τον Θανάση, τον Σωτήρη και τον Νίκο.

Ο Θανάσης, το 1833 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς, µόνιµα µε όλα τα υπάρχοντά του στο Νότιο µέρος τού νέου χωριού «Λυκόχια», όπου ήταν κι αυτός ένας από τα µέλη που ίδρυσαν στην αρχαία «Λυκόα» το καινούργιο χωριό.

Ο Σωτήρης εγκαταστάθηκε µε την οικογένειά του µόνιµα στους Γαργαλιάνους τού Νοµού Μεσσηνίας.

Ο Νικόλας απεβίωσε αιφνιδίως φυλάσσοντας τα αιγοπρόβατά του µόνος του στο νησί «Πρώτη» των Γαργαλιάνων. Επ’ αυτού µια παράδοση, από µια προφητεία τού λεγόµενου «Παπουλάκου», της εποχής εκείνης, µας λέει ότι ο Παπουλάκος του είπε σε συνάντηση που είχαν στη Παλαιοµοιρέϊκη βρύση, στον «Αϊ-Γιάννη», «Εσύ χθες έφαγες κλεφτό κρέας, θα σε φαν τα όρνια και τα τσακάλια µέσα σ’ ένα νησί», όπως και έγινε.

Η παράδοση µάς άφησε και ένα άλλο σπουδαίο ιστορικό γεγονός [Αφήγηση Βασιλείου Γεωργίου Μαρκολέφα].

Ο Γέρο-Μάρκος Μαρκολέφας, στα µαντριά που είχε, στη Συνέσοβα Χρυσοβιτσίου, για κάποια εποχή φιλοξένησε έναν εφοριακό Τούρκο εισπράκτορα, ο οποίος κατά λάθος, πηγαίνοντας από Ανδρίτσαινα για Τριπολιτσά, ευρέθηκε στα µαντριά τού Γέρο-Μάρκου. Ο Τούρκος εφοριακός εισπράκτορας είχε µαζί του και ένα σεβαστό ποσό χρηµάτων για να το παραδώσει στον Τούρκο Αγά της Τριπολιτσάς. Τη νύκτα η γυναίκα τού Γέρο-Μάρκου τού λέει: «σκότωσέ τον και να του πάρουµε τα χρήµατα». Ο Γέρο-Μάρκος τής είπε: «κάνε το καλό και ρίχτο στο γυαλό». Ο Τούρκος εφοριακός άκουσε αυτή τη στιχοµυθία, καθ’ ότι γνώριζε Ελληνικά. Το πρωί ο Τούρκος εφοριακός µε την οδηγία τού Γέρο-Μάρκου ανεχώρησε για την Τριπολιτσά. Ο Γέρο-Μάρκος, κάθε χειµώνα, επήγαινε τα αιγοπρόβατά του στα χειµαδιά. Έτσι και εκείνη τη χρονιά πήγε στα χειµαδιά για να τα ξεχειμάσει Την άνοιξη οι Τούρκοι αγάδες στην θέση Τσακώνα Μεσσηνίας φορολογούσαν µε τηλενόµενη «δεκάτη» τα αιγοπρόβατα των κτηνοτρόφων που ανέβαιναν στα βουνά. Όταν το κοπάδι των αιγοπροβάτων τού Γέρο-Μάρκου έφτασε στη Τσακώνα, Άνω Μεσσηνίας, σύµφωνα µε τον Τουρκικό Νόµο, έπρεπε οι έφοροι Τούρκοι να εισπράξουν τη δεκάτη. Την ηµέρα εκείνη υπεύθυνος της υπηρεσίας ήταν ο Τούρκος έφορος που φιλοξενήθηκε από τον Γέρο-Μάρκο στη Συνέσοβα του Χρυσοβιτσίου. Είναι αλήθεια ότι ο Γέρο-Μάρκος δεν τον γνώρισε, αλλά ο Τούρκος έφορος τον αναγνώρισε και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους του να µην φορολογήσουν το κοπάδι του. Ο Γέρο-Μάρκος για µια στιγµή τον ρώτησε, «ποιος είσαι;» και ο Τούρκος έφορος του είπε: «κάνε το καλό και ρίχτο στον γιαλό». Και αφού τον περιποιήθηκε µε τον καλύτερο τρόπο, του έδωσε πολλά δώρα και ένα άλογο και χαρούµενος πλέον ανέβηκε µε τα αιγοπρόβατά του και το υπηρετικό προσωπικό του στο όρος Μαίναλο.

Ο γιός τού Γέρο-Μάρκου Θανάσης που εγκαταστάθηκε µόνιµα στο χωριό Λυκόχια, είχε τρία αγόρια: τον Δηµήτρη, τον Παναγιώτη και τον Κωνσταντίνο.

Ο Δηµήτρης απέκτησε δύο αγόρια: τον Γιώργη και τον Γιάννη.

Ο Γιώργης από τον πρώτο γάµο απέκτησε τρία αγόρια και ένα κορίτσι: τον Δηµήτρη, τον Σταύρο, τον Βασίλη και την Χρυσάνθη.

Ο Βασίλης ήταν άτυχος καθ’ ότι, πηγαίνοντας στα χειµαδιά µε το µουλάρι καβάλα, πνίγηκε περνώντας τον ποταµό Αλφειό στην Καρύταινα Γoρτυνίας.

Από τον δεύτερο γάµο του µε σύζυγο την Χριστίνα Μάντη, ο Γιώργης απέκτησε τρία παιδιά: τον Βασίλη, την Ελένη και την Αγγελική.


Ο Δηµήτρης του Γεωργίου απέκτησε εννιά παιδιά: την Παναγιώτα, τον Νικόλαο, την Κατίνα, την Αικατερίνη, τον Φίλιππα, την Αθηνά, την Μαριγώ, τον Γιάννη και την Ελένη.

Ο Σταύρος του Γεωργίου απέκτησε τρία παιδιά: τον Γιώργη, τον Δηµήτρη και τον Διονύσιο.

Ο Βασίλης του Γεωργίου απέκτησε πέντε παιδιά: την Νικολέτα, την Αικατερίνη, την Ολυµπία, την Χριστίνα και τον Γιώργη.

Ο Παναγιώτης Μαρκολέφας του Θανάση απέκτησε δύο παιδιά: τον Ζαχαρία και τον Θανάση.

Ο Ζαχαρίας απέκτησε τρία παιδιά: τον Ηλία, τον Παναγιώτη και τον Δηµήτρη, ο οποίος µετανάστευσε στην Αµερική.

Ο Κωνσταντής Μαρκολέφας του Θανάση απέκτησε έξι αγόρια: τον Θεµιστοκλή, τον Θεόδωρο, τον Γιάννη, τον Δηµήτρη, τον Θανάση, ο οποίος έγινε από το 1907 ιερέας τού χωριού επί σειρά ετών [«Παπαθανάσης»] και τον Νικόλαο, ο οποίος ήταν άτυχος, έπεσε από βράχο τού χωριού Πιάνας Μαντινείας και σκοτώθηκε.

Ο Θεµιστοκλής απέκτησε τρία αγόρια: τον Κωνσταντίνο, τον Αγγελή και τον Νικόλαο.

Ο Γιάννης (Γιαννάκης) απέκτησε τέσσερα αγόρια: τον Αγγελή, τον Παναγιώτη, που είχε εµπορικό κατάστηµα στην οδό Αιόλου Αθήνας, τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργο, που είχε κατάστηµα στη Θεσσαλονίκη.

Ο Θανάσης «Παπαθανάσης» απέκτησε έξι αγόρια: τον Νικόλαο, τον Προκόπη, τον Γεώργιο, τον Γιάννη, τον Βασίλη και τον Δηµήτρη.

Ο Δηµήτρης απέκτησε δύο αγόρια: τον Αναστάση και τον Γιάννη.

Ο Θεόδωρος απέκτησε ένα κορίτσι, την Ελένη, η οποία ήρθε σε γάµο µε τον Ηλία Κουρέτα του Αναστασίου.

Οικογένεια Κουρέτα

Όπως γνωρίζουµε από την Ελληνική Ιστορία, την 21 Ιουνίου 1824 έγινε η καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους. Κάπου 3.600 Ψαριανοί, περίπου οι µισοί κάτοικοι του νησιού, κατάφεραν και έφυγαν µε πλοία και καϊκια, τα οποία ήταν δική τους περιουσία και έφθασαν στα παράλια του Νομού Λακωνίας και συγκεκριµένα στην Μονεµβασιά.

Με την απελευθέρωση της πατρίδας, αρκετές οικογένειες των Ψαρών εγκαταστάθηκαν στην Ερέτρια της Εύβοιας, όπου και ίδρυσαν χωριό που το ονόµασαν «Νέα Ψαρά».

Δύο οικογένειες Κουρεταίων από τα Ψαρά βρήκαν καταφύγιο στο χωριό Αφισιού Λακωνίας. Εκεί γνωρίστηκαν µε την οικογένεια του Μάρκου Αληµίση «Μαρκολέφα», όπου και συµπεθέρεψαν. Με την βοήθεια της οικογένειας του Γέρο-Μάρκου, εγκαταστάθηκαν µόνιµα στο χωριό Χρυσοβίτσι Αρκαδίας, µέσα σε δάσος ελάτων τού Μαινάλου.

Με την απελευθέρωση της πατρίδας, το 1833-1836, τα δύο αδέλφια Κουρέτα, ο Θανάσης και ο Γιάννης, έφυγαν από το Χρυσοβίτσι µε τις οικογένειές τους και µε τα αιγοπρόβατά τους και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στου «Μουσουλιά το Βράχο» στην περιφέρεια του µετέπειτα χωριού των Λυκοχίων. Αργότερα, ο Θανάσης θα εγκατασταθεί µόνιµα στο βόρειο µέρος τού νέου χωριού Λυκόχια και ο Γιάννης στο κέντρο τού χωριού.


Ο Γιάννης απέκτησε τρία παιδιά: τον Ευστάθιο, τον Χρήστο και τον Νικόλαο.

Ο Ευστάθιος απέκτησε δύο παιδιά: τον Νικόλαο και τον Γιάννη «Σταθόγιαννη».

Ο Νικόλαος του Ευσταθίου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Θανάση, τον Κωνσταντίνο, τον Θεόδωρο και την Ευθυµία.

Ο Γιάννης του Ευσταθίου απέκτησε δύο παιδιά: τον Λεωνίδα και τον Δηµήτρη [που έγινε Δάσκαλος].

Ο Χρήστος του Γιάννη Κουρέτα απέκτησε έξη παιδιά: τον Αντώνη, τον Δηµήτρη «Μακρή», τον Κωνσταντίνο, τον Γιάννη «Γιαννάκο», τον Πάνο «Μπαλιούρη» και τον Παναγιώτη (Μπακάλης).

Ο Νικόλαος του Γιάννη Κουρέτα που γεννήθηκε από την δεύτερη γυναίκα τού Γιάννη απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Γιάννη «Καραλόγιαννη», τον Δηµήτρη που µετανάστευσε στην Αµερική, τον Γιώργη «Καραλόγιωργης» και τον Αποστόλη. Όλα αυτά τα αδέρφια ονοµάζονταν «Καραλαίοι».

Ο Θανάσης Κουρέτας που εγκαταστάθηκε µόνιµα στο βόρειο µέρος τού χωριού, απέκτησε έξη παιδιά: τον Θεόδωρο, τον Γεώργιο, τον Αναστάσιο, τον Ηλία, τον Κωνσταντίνο και τον Γιάννη.

Ο Θεόδωρος του Θανάση Κουρέτα απέκτησε: τον Νικόλαο «Κράνη», τον Παναγιώτη «Παναγιωτάκη» και τον Γεώργιο.
Ο Γεώργιος του Θανάση Κουρέτα απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Δηµήτρη «Κύκλωπα» και τρία κορίτσια.

Ο Αναστάσιος του Θανάση Κουρέτα απέκτησε τον Ηλία «Κολοβό» που πήγε σώγαµπρος και νυµφεύθηκε την κόρη τού Θεόδωρου Μαρκολέφα την Ελένη.

Ο Ηλίας του Θανάση Κουρέτα απέκτησε δύο παιδιά: τον Γεώργιο «Ζάρµα» και τον Αναστάση «Σόδα».

Ο Κωνσταντίνος του Θανάση Κουρέτα απέκτησε ένα κορίτσι την Αργυρώ.

Ο Γιάννης Κουρέτας του Θανάση απέκτησε πέντε παιδιά: τον Χαρίλαο, τον Ηλία, τον Αναστάση, την Ελένη και την Κατερίνη.

Ο Αναστάσης Κουρέτας του Γιάννη απέκτησε δύο παιδιά: τον Πάνο και τον Βασίλη «Παπιάκο».

Ο Πάνος Κουρέτας του Αναστασίου απέκτησε εφτά παιδιά: τον Χρήστο, τον Τάσιο, τον Γιάννη, τον Σωτήρη, τον Δηµήτρη, τον Νικόλαο και τον Γεώργιο.

Ο Χαρίλαος Κουρέτας του Γιάννη απέκτησε πεντε παιδιά: τον Νικόλαο, τον Γεώργιο, τον Γιάννη «Γιαννάκη», τον Ηλία και τον Θανάση.

Ο Ηλίας «Λίτσας» Κουρέτας του Γιάννη απέκτησε δύο παιδιά: τον Φώτη και την Αγγέλα.

Η Ελένη Κουρέτα του Γιάννη νυµφεύθηκε τον παπά τού χωριού Θανάση Μαρκολέφα του Κωνσταντίνου «Παπαθανάση».

Η Κατερίνη Κουρέτα του Γιάννη νυµφεύθηκε τον Ηλία Μαρκολέφα του Ζαχαρία.

Οικογένεια Μπουγιουκαίων

Υπάρχουν δύο παραδόσεις για την καταγωγή των Μπουγιουκαίων: α) Ότι σε κάποια εποχή της Τουρκοκρατίας, µη δυνάµενοι να αντέξουν την σκλαβιά, έφυγαν από το νησί Σάµο για να βρεθούν σε κάποιο µέρος που να έχουν σχετική ελευθερία και β) για τον ίδιο λόγο, έφυγαν από το νησί Ψαρά και εγκαταστάθηκαν µόνιµα στο Άργος τής Αργολίδος. Αλλά και πάλι ένοιωθαν ανασφάλεια και αποφάσισαν να εγκατασταθούν µόνιµα σ' ένα ορεινό χωριό των Καλαβρύτων, στα «Λυκούρια». Από την παράδοση λέγεται ότι δύο αδέλφια από την οικογένεια των Μπουγιουκαίων, κατά το έτος 1795 περίπου, ευρέθηκαν σε δύσκολη θέση και δολοφόνησαν τον Τούρκο Αγά τής Περιφέρειας, για λόγους τιµής. Συγκεκριµένα, ο Αγάς πήρε µε την βία την ωραία και όµορφη αδελφή τους για το χαρέµι του.

Κατόπιν αυτού τού γεγονότος ήταν αδύνατον να παραµείνουν στα Λυκούρια και αναγκάστηκαν να φύγουν για να κρυφτούν. Με τις οικογένειές τους και τα υπάρχοντά τους, αιγοπρόβατα, οικόσιτα ζώα, κ.λπ., έφυγαν και ήρθαν στο δύσβατο και πυκνό δάσος τού όρους Μαινάλου, κοντά στο χωριό Χρυσοβίτσι, για να γλυτώσουν την θανατική τιµωρία από τους Τούρκους.

Κατά την επανάσταση του 1821, αρκετά παλικάρια των Μπουγιουκαίων αγωνίστηκαν για την λευτεριά της πατρίδας από την Τουρκοκρατία [στο κεφάλαιο 17 θα γίνει σχετική ανάπτυξη].

Για µεγάλο χρονικό διάστηµα είχαν µαντριά και καλύβια για τα αιγοπρόβατά τους στην περιοχή των Λυκοχίων, στις θέσεις: Σκοτάδι, Νταλογκά, Προφήτη Ηλία, Σινέσοβα, κ.λπ.. Είχαν όµως µόνιµες κατοικίες στο χωριό Χρυσοβίτσι, «συνοικισµός Μπουγιουκαίων».

Κατά τα έτη 1833-1936 στο Χρυσοβίτσι κατοικούσαν πέντε αδέλφια της οικογένειας Μπουγιούκου, οι: Νικόλαος, Δηµήτριος, Παναγιώτης, Γεώργιος και Σπήλιος. Οι τρείς εκ των οποίων [Νικόλαος, Δηµήτριος και Παναγιώτης], εγκαταστάθηκαν µόνιµα στο νέο χωριό Λυκόχια.

Ο Νικόλαος και ο Δηµήτριος εγκαταστάθηκαν στο Βόρειο µέρος τού χωριού, ο δε Παναγιώτης στο Νότιο µέρος.

Τα άλλα δύο αδέλφια, Γεώργιος και Σπήλιος εγκαταστάθηκαν στο καινούργιο χωριό Μεθώνη Πυλίας (Μεσσηνίας).

Ο Νικόλαος Μπουγιούκος που εγκαταστάθηκε στο Βόρειο µέρος τού χωριού απέκτησε τρία αγόρια: τον Ανδρέα, τον Χρήστο και τον ……………… .

Ο Ανδρέας απέκτησε τρία αγόρια: τον Πανταζή, τον Νικόλαο και τον Ντούρη.

Ο Χρήστος απέκτησε τρία αγόρια: τον Γιάννη, τον Δηµήτριο και τον Κωνσταντίνο «Τσουµελέκα».

Ο Δηµήτριος που εγκαταστάθηκε στο Βόρειο µέρος τού χωριού απέκτησε έξι αγόρια: τον Ηλία, τον Κωνσταντίνο, τον Παναγιώτη, τον Ανδρέα, τον Επαµεινώνδα και τον Γιάννη (Σαϊα).

Ο Παναγιώτης Μπουγιούκος που εγκαταστάθηκε στο Νότιο µέρος τού χωριού απέκτησε πέντε αγόρια: τον Δηµήτρη, τον Θεόδωρο, τον Γιάννη, τον Γεώργιο και τον Βασίλη.

Ο Βασίλης Μπουγιούκος του Παναγιώτη απέκτησε δύο αγόρια: τον Νικόλαο και τον Παναγιώτη.

Ο Γεώργιος Μπουγιούκος του Παναγιώτη απέκτησε δύο αγόρια: τον Νικόλαο και τον Παναγιώτη.

Ο Γιάννης Μπουγιούκος του Παναγιώτη απέκτησε δύο αγόρια: τον Παναγιώτη (Mαντάς) και τον Αριστοτέλη που μετοίκησε στην Αμερική.

Ο Θεόδωρος Μπουγιούκος του Παναγιώτη απέκτησε ένα αγόρι: τον Θεόδωρο (Χλίμπεης).

Ο Θεόδωρος Μπουγιούκος του Θεοδώρου απέκτησε πέντε αγόρια: τον Νικόλαο, τον Γιάννη, τον Γεώργιο, τον Αριαστείδη και τον Κωνσταντίνο.

Οικογένεια Καψιμαλακαίων

Η οικογένεια των Καψιμαλακαίων έχει τις ρίζες της από το χωριό Χρυσοβίτσι Μαντινείας (Αρκαδίας). Από την εποχή τής Τουρκοκρατίας είχαν δημιουργήσει στην περιφέρεια των Λυκοχίων ειδικό κέντρο φιλοξενίας, το λεγόμενο «Χάνι». Στο χάνι αυτό επί σειρά ετών, εξυπηρετούντο οι ταξιδιώτες που ξεκινούσαν από την Ανδρίτσαινα για την Τριπολιτσά (Τρίπολη), μέσω της διαδρομής «Καρύταινα – Παλαμάρι – Παύλια – Χάνι Λυκοχίων – Τρίπολη». Στο χάνι συνήθως διανυκτέρευαν.

Ο Κωνσταντίνος Καψιμαλάκος του Αθανασίου ήταν ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στο ανατολικό μέρος τού χωριού (Χάνια).

Τα παιδιά του ήταν ο Παναγιώτης, ο Θανάσης και ο Μήτσος.

Ο Θανάσης είχε τρία παιδιά: τον Γεώργιο, τον Κωνσταντίνο και την Παρασκευή.

Ο Κωνσταντίνος είχε δύο παιδιά: τον Θανάση και τον Νικόλαο.

Ο Γεώργιος Καψιμαλάκος του Αθανασίου είχε τρία κορίτσια: την Γεωργία, την Χριστίνα και την Παναγιώτα.

Ο Νικόλαος Καψιμαλάκος του Κωνσταντίνου είχε δέκα παιδιά: τον Γεώργιο, την Κωνσταντίνα, τον Κωνσταντίνο, την Ευτέρπη, την Ολυμπία, την Ελένη, τον Βασίλειο, την Σοφία, τον Νικόλαο και την Γεωργία.

Οικογένεια Καραλεκαίων

Οι Καραλεκαίοι μαζί και με άλλες οικογένειες, κατ' αρχήν είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιά Παύλια «Σωκήπια», στην τοποθεσία «Παλαιοχώρι», κατά τα έτη 1660 - 1770 περίπου.

Μετά το 1770 οι Καραλεκαίοι, με πολλές άλλες οικογένειες από το Λιμποβίσι και από το Αρκουδόρρεμα [Γαλαναίοι, Φουνταίοι, κ.λπ.], εγκαταστάθηκαν πρώτοι στον λόφο «Βιγλίτσα», την δεκαετία 1770 - 1780, στο χωριό νέα Παύλια, στο μέρος όπου υπάρχει και σήμερα.

Από την οικογένεια του Γεωργίου Καραλέκα του Δημητρίου, ο γιός του Δημήτριος παντρεύτηκε στo χωριό Λυκόχια την χήρα Αικατερίνη Μπουγιούκου [χήρα τού Κωνσταντίνου Μπουγιούκου], κόρη τού Μαρκολέφα Δημητρίου και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό Λυκόχια, απέκτησε δε έναν γιο, τον Νικόλαο.

Ο Νικόλαος παντρεύτηκε την Μαργαρίτα και απέκτησαν δύο παιδιά: τον Χαράλαμπο και την Αικατερίνη, η οποία απεκόπη από την κοσμική ζωή και αφοσιώθηκε στην λατρεία τού Θεού ως μοναχή στην Μονή Καλτεζών Μαντινείας με το όνομα «Χριστοδούλη».

Ο Χαράλαμπος παντρεύτηκε την Σταματία και απέκτησαν επτά παιδιά: την Μαργαρίτα, τον Κωνσταντίνο, τον Νικόλαο, τον Γεώργιο, τον Ηλία, την Ισμήνη και την Παρασκευή.



*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αρχαιολογικοί χώροι τής περιοχής Λυκοχίων

Ο ορεινός χώρος των Λυκοχίων κατοικείται από τ’ αρχαία χρόνια, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή. Συγκεκριμένα, στην τοποθεσία «Προφήτης Ηλίας», όπου κατά την εποχή τής Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι του χωριού Αρκουδορρέματος είχαν όλα τα κτήματά τους. Εκεί έκτισαν Ναό αφιερωμένο στον «Προφήτη Ηλία».

Στον χώρο αυτό, κατά την αρχαιότητα, κάπου 1100 – 900 π.χ, ήκμασε μια πόλη, πιθανόν η αρχαία «Λυκόα», την οποία είχε κτίσει ο γιος τού Λυκάονα ο «Λύκιος». Οι τελευταίες αρχαιολογικές ανασκαφές έδειξαν ότι η πόλη αυτή είχε όλες τις προϋποθέσεις, δηλ., Ναούς, Θέατρο, σπίτια, νεκροταφείο, δρόμους κλπ. Για το λόγο αυτόν το νέο χωριό που κτίσθηκε στο νότιο τμήμα τού λόφου τού Προφήτη Ηλία, τα έτη 1833-1836, ονομάσθηκε «Λυκόχια».

Ο αρχαιολόγος Αργύριος Πετρονώτης το 1972 εντόπισε πρώτος αρματοτροχιές κοντά στα Λυκόχια, με την βοήθεια βοσκών τής περιοχής. Στη συνέχεια, ο Γεώργιος Σταϊνχάουερ, Γερμανός αρχαιολόγος, τα έτη 1973-1975, έφερε στο φως, κοντά στον «Προφήτη Ηλία», τον αρχαίο ναό τής θεάς Αρτέμιδας «Καλλίστης» (ΑΔ.28 (1973) Β1 178.180.Α.Δ.30 1975 Β1. 77-79) και τον αρχαίο ναό τού Πανός των Αρκάδων.

Πολλά αρχαιολογικά ευρήματα π.χ., μια στήλη (κολώνα) αφιερωμένη στον θεό Πάνα, «Δώρο τω Πανί» και πολλές πύλινες και μαρμάρινες λεκάνες, όπου εγένετο οι θυσίες στους θεούς), στεγάζονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο τής Μεγαλόπολης. Επίσης, πολλά αρχαιολογικά ευρήματα έχουν στεγαστεί στο Μουσείο τής Σπάρτης Λακωνίας.

Με βάση τις περιγραφές τού Ιστορικού Παυσανία, οι αρματοτροχιές που εντοπίστηκαν κοντά στο χωριό Λυκόχια, αποτελούσαν τμήμα αμαξηλάτων οδών από την Κεντρική Αρκαδία (πόλεις «Ορχομενός» και «Μεθύδριο»), προς την Περιφέρεια. Οι συγκεκριμένες τροχιές κατευθύνονταν προς το οροπέδιο της Μεγαλόπολης. Γενικώς, τον αρχαίο Αρκαδικό χώρο διέσχιζε πυκνό δίκτυο αμαξηλάτων οδών.

Ο Παυσανίας φαίνεται ότι έφτασε στο Μεθύδριο Μαντινείας από τη «Ραπουνόχουνη», ακολουθώντας τον σημερινό δρόμο Χρυσοβίτσι – Πυργάκι (Ελάτη). Τονίζεται ότι οι αρματοτροχιές διαγράφουν την διαδρομή προς τον Ιερό Ναό τής θεάς Αρτέμιδας Καλλίστης τού θεού Πανός, επί τού λόφου τού Προφήτη Ηλία.

Σχεδόν όλη η περιφέρεια των Λυκοχίων έχει πληθώρα αρματοτροχιών στις θέσεις «Μπλουμικός, Καλαμποκία, Χάνια, Ριζενά, Λυκόπλου, Λαγκάδα, Μπολετόχουνη, Ντουμινέϊκα, Ντόβριτσα, Ραπουνοδιάσελο, Ραπουνόχουνη» κ.λπ.. Ανατολικά, οι αρματοτροχιές κατευθύνονται προς Μαντέϊκα και Τσελεπάκου.

Θα αναφερθούμε εν συντομία στον θεό Πάνα των Αρκάδων. Ο Παν ήταν τραγόμορφος, πολύ ευγενικός, με ανεπτυγμένη μουσικότητα και δημιουργικότητα. Ελάτρευε την φύση, όσο κανένας άλλος. Η μυθολογία μας λέει ότι ο θεός Παν εγεννήθη από τον Δία και την νύμφη «Ύβρη». Όταν γεννήθηκε και τον είδε η μάνα του, αυτή ετράπη σε φυγή.

Όμως, το τερατόμορφο εκείνο πλάσμα, ο τραγοσκελής θεός των απρόσιτων σκιερών σπηλαίων των Αρκαδικών βουνών, ήταν γεμάτος καλωσύνη και αγαθοσύνη. Ζούσε μόνο με τους ορεσίβιους αγρότες και τσομπάνηδες, που ήταν ο προστάτης τους. Με την «σύριγγά» του (φλογέρα), ήθελε όλες τις νύμφες, οι οποίες έγιναν σιγά-σιγά μέλη τής συντροφιάς του.

Δεν ήταν μόνο δεξιοτέχνης στο παίξιμο της σύριγγας, ήταν και καλός τεχνίτης στην κατασκευή της. Την τέχνη τής κατασκευής της δίδαξε, σύμφωνα με την μυθολογία, στον Μουσηγέτη θεό Φοίβο Απόλλωνα, ο οποίος προσάρμοσε στην Λύρα και τη Σύριγγα του «Πανός». Έτσι η λύρα από 6/χορδη έγινε 7/χορδη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ (ΛΥΚΟΑ)


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Οι Ναοί των Λυκοχίων

Με την ίδρυση του χωριού Λυκόχια, 1833-1836, οι πρώτοι κάτοικοι, προκειμένου να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, μη δυνάμενοι να μεταβαίνουν σε απόσταση 13 χιλιομέτρων περίπου, στο χωριό Χρυσοβίτσι, απ’ όπου είχαν την καταγωγή τους, απεφάσισαν να κτίσουν ένα προσκυνητάρι στο κέντρο τού χωριού, με την εικόνα τού Αγίου Νικολάου, που εορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου, για να προσεύχονται. Αργότερα δε, κατά το 1850 περίπου, έκτισαν ένα μικρό εκκλησάκι.

Στο εκκλησάκι αυτό επί σειρά ετών, μέχρι το 1907, εκτελούσε την Θεία Λειτουργία ο εκάστοτε Ιερέας τού χωριού Χρυσοβιτσίου, μία ή δύο φορές τον μήνα, καθ’ ότι τα Λυκόχια ήταν μέχρι το 1920 συνοικισμός τού Χρυσοβιτσίου. Το 1924 οι κάτοικοι των Λυκοχίων, με την ηγετική πνοή τού δραστήριου και ακούραστου προέδρου «Παναγιώτη Κουρέτα του Χρήστου», απεφάσισαν στο ίδιο μέρος που υπήρχε το Εκκλησάκι, να κτίσουν ένα μεγαλύτερο και ωραιότερο Ναό («Βασιλικού ρυθμού», περίπου).

Στο σπουδαίο αυτό έργο εργάστηκαν τεχνίτες Λαγκαδιανοί, αλλά και οι κάτοικοι του χωριού δούλεψαν σκληρά για την ανέγερση και αποπεράτωση του Ναού. Διέθεσαν τον ενθουσιασμό τους και έκαναν όσες μπορούσαν θυσίες. Οι άνδρες με προσωπική εργασία άνοιξαν ασβεστοκάμινο στην τοποθεσία «Μπλουμικό» και διέθεσαν δωρεάν τον απαιτούμενο ασβέστη στον αναγειρόμενο Ναό τού Αγίου Νικολάου τού Νέου.

Το καθεστώς τής μετακίνησης των κτηνοτρόφων από τις εστίες τους στα χειμαδιά, τα «κατώμερα», με ηπιότερο κλίμα, ιδίως για να ξεχειμάσουν τα αιγοπρόβατά τους, που με τον βαρύ χειμώνα μέσα στα έλατα θα ήταν αδύνατον να επιβιώσουν, ελάμβανε κάθε χρόνο μορφή μετοικεσίας. Ο Πολιούχος τού χωριού Άγιος Νικόλαος εόρταζε στις 6 Δεκεμβρίου, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ευρίσκοντο στα χειμαδιά. Κατόπιν αυτού, απεφάσισαν να αφιερώσουν τον Ναό στον Άγιο Νικόλαο τον Νέον που εορτάζεται στις 9 Μαΐου, και όπου οι ποιμένες θα είχαν ανέβει στο χωριό από τα χειμαδιά.

Ο Όσιος μάρτυς Άγιος Νικόλαος ο Νέος «ο εν Βουνένοις», γεννήθηκε από γονείς ευγενείς και ευσεβείς Χριστιανούς, σ’ ένα μέρος τής Ανατολής τού Βυζαντινού Κράτους. Είχε μια θαυμάσια και ευγενική ψυχή. Όταν μεγάλωσε κατετάγη στον στρατό, όπου ξεχώρισε για την ανδρεία του και τις επιδόσεις του στην πολεμική τέχνη. Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας τού Λέοντος Γ΄ Ισαύρου, διότι διεφώνησε στις αντιχριστανικές δυνάμεις στο θέμα των Ιερών Εικόνων.

Αηδειάσας και περιφρονήσας τα εγκόσμια, ανέβηκε στο βουνό «Όρθρης» της Βουνένης στη Θεσσαλία, όπου ασκήτεψε. Συλληφθείς, κατ’ άλλους μεν από τους εικονομάχους τού Λέοντος Γ΄ Ισαύρου, κατ’ άλλους από επιδραμόντες Αβάρους, υπέστη μαρτυρικό και σκληρό θάνατο, με άλλους συναθλητάς του, το έτος 901 μ.Χ..

Το καμπαναριό τού Καθολικού Ναού των Λυκοχίων

Το καμπαναριό τού καθολικού Ναού των Λυκοχίων είναι έργο με αξία κλασσικού μνημείου. Κτίστηκε τα έτη 1954-56 με την πρωτοβουλία τού σεβαστού αιδεσιμότατου Σωτηρίου Καλοδήμου, από το χωριό Συλίμνα τού Δήμου Φαλάνθου, ο οποίος εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την περάτωση του έργου. Για την ανέγερση του καμπαναριού εργάστηκαν φιλότιμα όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Η καμπάνα, αρκετά μεγάλη και καλόηχη, έχει κατασκευαστεί στην Καλαμάτα, στο εργοστάσιο του Στεμνιτσιώτη Μπέλα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Ναός των Αγίων Θεοδώρων «Νεκροταφείο»

Οι κάτοικοι του χωριού επί σειρά ετών, τους νεκρούς τους τούς μετέφεραν με ζώα και τους ενταφίαζαν στο χωριό Χρυσοβίτσι. Αργότερα, το έτος 1908 περίπου, για εξοικονόμηση χρόνου απεφάσισαν να ιδρύσουν στο Νότιο-Ανατολικό μέρος τού χωριού το νεκροταφείο τού χωριού. Τον δε Ναό τον αφιέρωσαν στους Αγίους Θεοδώρους.

Στην αρχή ήταν ένας απλός μικρός πέτρινος Ναός. Αργότερα, περίπου το 1935, έκτισαν τον σημερινό Ναόν των Αγίων Θεοδώρων. Το έργο αυτό έγινε επί προεδρίας (της Κοινότητας) του δραστήριου Χαραλάμπη Καραλέκα του Νικολάου.

Ένα ιδιόκτητο Εκκλησάκι τής Παναγίας

Προ τριών ετών, στο Νότιο μέρος τού χωριού, η κυρία Γεωργία Νικολάου Καψιμαλάκου, Ιατρός, σε ιδιόκτητο οικόπεδο, έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι που εορτάζει στις 23 Αυγούστου «στα εννιάμερα της Παναγίας», προς τιμήν τής Θεομήτορος.

Εξωκκλήσια

Ο Ναός τού Προφήτη Ηλία

Τα Λυκόχια δεν έχουν πολλά εξωκκλήσια γιατί είναι ένα καινούργιο χωριό, με περιορισμένη ιστορία. Τα εξωκκλήσια του χωριού είναι: Ο Προφήτης Ηλίας στο Βόρειο μέρος τού χωριού, σε φαντασμαγορικό λόφο τού όρους Μαινάλου, και ένα εξωκκλήσι, η Αγία Σοφία, στην Ντόβριτσα, όπου σήμερα υπάρχουν μόνο τα θεμέλια του «Χαλάσματα».

Και τα δύο αυτά εξωκκλήσια τα έκτισαν οι κάτοικοι του Αρκουδορρέματος και του Λιμποβισίου, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, μακρυά από τον εχθρό. Αργότερα, όταν το σύνολο των κατοίκων των δύο χωριών μετοίκησαν σε διάφορες περιοχές τής Μεσσηνίας, το εξωκκλήσι τού Προφήτη Ηλία υπήχθει στην Κοινότητα των Λυκοχίων. Επίσης, όλα τα κτήματα των κατοίκων τού Αρκουδορρέματος και του Λιμποβισίου αγοράστηκαν από κατοίκους των Λυκοχίων.

Με την σχετική επισκευή που έγινε το 1903 στο εξωκκλήσι τού Προφήτη Ηλία, με πανυγηρικό τρόπο έγιναν τα εγκαίνια του Ναού από τον σεβαστό Ιερέα τού Τριλόφου «Παπα-Προκόπη».

Οι Ιερείς τής Ενορίας Αγίου Νικολάου τού Νέου

Από το έτος 1836 έως το έτος 1908, στο χωριό Ιερουργούσε ο εκάστοτε Ιερέας τού Χρυσοβιτσίου, εκ περιτροπής, στο μικρό Εκκλησάκι τού χωριού. Από το έτος 1908 τα καθήκοντα του Ιερέως ανέλαβε ο «Παπα-Θανάσης» Μαρκολέφας του Κωνσταντίνου, γεννηθείς στο χωριό, μέχρι το έτος1952.

Ο Παπα-Θανάσης, ως μαθητής, φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο τού χωριού Παλαμαρίου Τρικολώνων, και εν συνέχεια, φοίτησε για ολίγο χρόνο σε Εκκλησιαστική Σχολή τής Τριπόλεως, όπου αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας στη Τρίπολη το έτος 1908. Υπήρξε καλός λειτουργός, ευσεβής, ενάρετος, κοινωνικός, ιδιαίτερα δημιουργικός και άριστος οικογενειάρχης. Συνέβαλε με όλες του τις δυνάμεις στο μεγάλο εκκλησιαστικό έργο, της ανέγερσης του Ναού τού Αγίου Νικολάου τού Νέου.

Από το 1952 και μετά το έργο τού ιερέως στο χωριό εκτελείται από τους ιερείς γειτονικών ενοριών, μέχρι και σήμερα.

Ιεροψάλτες τής ενορίας Αγίου Νικολάου τού Νέου

Κουρέτας Δημήτριος του Γεωργίου «Κύκλωπας»
Μπουγιούκος Νικόλαος του Ηλία
Μπουγιούκος Ανδρέας του Δημητρίου
Μπουγιούκος Γεώργιος του Παναγιώτη
Κουρέτας Αθανάσιος του Χαριλάου
Κουρέτας Νικόλαος του Λεωνίδα
Κουρέτας Ηλίας του Ανδρέου


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Δημοτικό Σχολείο των Λυκοχίων

Από το έτος 1836 που ιδρύθηκε το νέο χωριό Λυκόχια, μέχρι το έτος 1907 δεν λειτούργησε Δημοτικό Σχολείο, παρ’ ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός παιδιών «Από 4 έως 8 παιδιά είχε η κάθε οικογένεια». Σχεδόν «πέρα για πέρα» αγραμματοσύνη. Μόλις από το έτος 1870 μικρός αριθμός παιδιών τού χωριού πήγαιναν στα σχολεία γειτονικών χωριών «Παύλιας – Παλαιομοιρίου – Παλαμαρίου τού Δήμου Τρικολώνων».

Ο μέλλοντας ιερέας τού χωριού Αθανάσιος Μαρκολέφας του Κωνσταντίνου, ο «Παπα-Θανάσης», εφοίτησε επί σειρά ετών, ήτοι 1870-1878, στο Δημοτικό Σχολείο Παλαμαρίου Τρικολώνων με συμμαθητές του από τα χωριά «Παύλια – Παλαιομοίριο – Σύρνα – Ψάρι».

Το Δημοτικό Σχολείο τού χωριού Λυκοχίων λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1907-1908, στο σπίτι τού Κωνσταντίνου Μπουγιούκου του Δημητρίου «Σκούλα», μέχρι το έτος 1922.

Με την δωρεά οικοπέδου από τον Ιωάννη Μπουγιούκο του Δημητρίου «Σαία», έγινε ανέγερση σχολικού κτιρίου για τη στέγαση του Δημοτικού Σχολείου, με δαπάνη που χορήγησε ο Ναός Αγίου Νικολάου τού «Νέου». Επί σειρά ετών, το Δημόσιο πλήρωνε μηνιαίο μίσθωμα, μέχρι το έτος 1964.

Δυστυχώς το έτος 1964 έγινε ισχυρός σεισμός και το κτίριο κατέστη ακατάλληλο, από αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες. Κατόπιν τούτου, το Κράτος εγκατέστησε λυόμενες αίθουσες για τη στέγαση του Δημοτικού Σχολείου στο Νότιο μέρος τού χωριού.

Τα τελευταία χρόνια όμως έπαυσε να λειτουργεί το Δημοτικό Σχολείο, καθ’ ότι στο χωριό δεν υπάρχουν πλέον παιδιά για να φοιτήσουν. Στο Δημοτικό Σχολείο των Λυκοχίων φοίτησαν κατά τη χρονική περίοδο 1907-1919 έως και 65 μαθητές. Το 1955 φοίτησαν περίπου 70 μαθητές.

Ακολουθεί κατάλογος Διδασκάλων που δίδαξαν κατά περιόδους στο Δημοτικό Σχολείο Λυκοχίων:

          Παπαϊωάννου Κων/νος 1907-1918
          Προφαντόπουλος Αθανάσιος 1923-1924
          Οικονομοπούλου Αδαμαντία 1924-1928
          Καρακίτσος Δημήτριος 1928-1932
          Χαρβάτης Αθανάσιος 1932-1936
          Γιαννακούλιας Χρήστος 1936-1938
          Σταθόπουλος Γεώργιος 1939-1944
          Γιαννακόπουλος Κων/νος 1944-1946
          Τουμπέκης Φώτιος 1946-1947
          Μαρκολέφας Ιωάννης 1947-1948
          Ρούσος Γεώργιος 1948-1950
          Γκάτσος Παναγιώτης 1950-1957
          Μαργέλου Ειρήνη 1953-1956
          Γεωργοπούλου Βασιλική 1956-1957
          Καρούντζου Ιωάννης 1957-1962
          Πούλος Περικλής 1962-1964
          Τσιλιμίγκρας Βασίλειος 1964-1968
          Κοντός Ιωάννης 1968-1972
          Μπέκος Κωνσταντίνος 1972-1975
          Κορομηλάς Δημήτριος 1975-1978
          Ξηνταβελόνη Αικατερίνη 1978-1980
          Παπαχρήστος Ιωάννης 1978-1981
          Κυριαζής Ευάγγελος 1981-1982
          Τουμπέκης Φώτιος 1982-1984
          Αλιμούσης Απόστολος 1984-1988
          Μπακογιάννη Κωνσταντίνα 1988-1990
          Μιχαλάρου Αθηνά 1990-1991
          Αγγελόπουλος Παναγιώτης 1991-1992

Η Υπουργική απόφαση Δ4/216/16-4-1992 με την οποία καταργήθηκε η λειτουργία τού Δημοτικού Σχολείου Λυκοχίων δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 319/ τ. Β΄/12-5-1992.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Τα µαγαζιά των Λuκοχίων

Το πρώτο μαγαζί που άνοιξε στα Λυκόχια ήταν του Μπάρμπα Γιώργη Μαρκολέφα του Δημητρίου, 1870-1910 περίπου, που στεγαζόταν σε ισόγειο κατάστημα στο κέντρο τού χωριού, στην πλατεία, απέναντι ανατολικά τού Καθολικού Ναού «Αγίου Νικολάου τού Νέου».

Το μικρό αυτό μαγαζί στεγαζόταν σε ισόγεια αίθουσα, με μια πόρτα και τρία παράθυρα μικρά, το δε δάπεδο του ήταν στρωμένο με πέτρες στρογγυλές ποταμίσιες. Στο βάθος τού ισογείου υπήρχε θόλος όπου ο «Μπάρμπα-Γιώργης» τοποθετούσε τα βαρέλια, «τα βαγένια» του κρασιού.

Στο μαγαζί αυτό εξυπηρετούντο οι νοικοκυρές τού χωριού, αγοράζοντας τα απαραίτητα είδη μπακαλικής. Εδώ γίνονταν οι συναντήσεις των κατοίκων τού χωριού. Τα βράδια κάτω από το ισχνό φως τού λυχναριού, το «κουβεντολόγι» κρατούσε ως αργά. Η κατανάλωση του κρασιού ήταν μάλλον μεγάλη και υπήρχαν ημέρες που οι άνθρωποι ξεφάντωναν στην αυλή τού μαγαζιού με τραγούδια και χορούς.

Τα εμπορεύσιμα είδη εκείνης τής εποχής ήσαν λιγοστά και περιορίζονταν στ’ απαραίτητα. Στο κέντρο τού χωριού λειτουργούσαν άλλα δύο μαγαζιά, του «Γερο-Γιάννη Ησαΐα» Μπουγιούκου του Δημητρίου και αργότερα, το έτος 1920 περίπου, του Παναγιώτη Κουρέτα του Χρήστου, που εκτός από τα είδη μπακαλικής που είχε, ήταν οινοπωλείο, ταβέρνα και εκ περιτροπής, κρεοπωλείο. Την άνοιξη, κάτω στο υπόγειο λειτουργούσε τυροκομείο.

Το τέταρτο κατά σειρά μαγαζί των Λυκοχίων ήταν του Δημήτρη Κουρέτα του Γεωργίου, του «Κύκλωπα», που ήταν για την εποχή του ένα νοικοκυρεμένο παντοπωλείο, καφενείο, τυροκομείο, κρεοπωλείο και οινοπωλείο. Ιδρύθηκε το έτος 1933 και λειτούργησε μέχρι το έτος ……..

Το πέμπτο μαγαζί ήταν του Νικολάου Κουρέτα του Θεοδώρου, του «Κράνη», ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική και όταν επανήλθε ίδρυσε παντοπωλείο το έτος…… Ήταν ένα από τα καλύτερα μαγαζιά τής περιοχής, πλούσιο σε εμπορεύματα. Στο υπόγειό του βρίσκονταν το τυροκομείο και τα «βαγένια» με το κρασί.

Στα νεώτερα χρόνια και μετά το έτος 1943, ο Νικόλαος Μπουγιούκος του Ανδρέα άνοιξε παντοπωλείο στο ισόγειο του σπιτιού του, στο βόρειο μέρος τού χωριού. Ήταν οινοπωλείο και είχε λίγα είδη μπακαλικής. Την ίδια περίοδο, άνοιξε μαγαζί στο νότιο μέρος τού χωριού «.…» ο Γεώργιος Μπουγιούκος του Παναγιώτη, στα χρόνια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο λειτούργησε ως παντοπωλείο και οινοπωλείο.

Πολύ σπουδαίο, ήταν για αρκετά χρόνια, το μαγαζί τού Θανασάκη Κουρέτα του Χαριλάου, μετά την δεκαετία τού ’ 50. Λειτούργησε ως παντοπωλείο, οινοπωλείο και για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ως κουρείο τού χωριού για άνδρες.

Σήμερα ο Γεώργιος Μαρκολέφας του Αριστείδη άνοιξε στο κέντρο τού χωριού ένα σύγχρονο και πολύ εξυπηρετικό εστιατόριο με ακτινοβολία πέρα από τα όρια του χωριού.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Τ’ αλώνια του Χωριού

Τα αλώνια ήταν το ένα κοντά στο άλλο και με ανοιχτό ορίζοντα για να έχουν κατά το «λίχνισμα» την ορμητικότητα του αέρα «Νοτιά». Στρωμένα με εντόπιες πέτρες «πλάκες», ήσαν το πάλαι ποτέ πανέμορφο «πέτρινο πάρκο».

Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι αλωνιστικές μηχανές έχουν καταργήσει την ανάγκη των αλωνιών, τα οποία έχουν εγκαταλειφθεί. Οι ειδυλλιακές και ρομαντικές αναμνήσεις τού «αλωνισμού» έχουν δυστυχώς παύσει. Οι νεώτεροι δεν τις έζησαν και σ’ αυτούς αφιερώνω το κεφάλαιο αυτό για τα «Αλώνια».

Τα αλώνια υπήρχαν σε κάθε γειτονιά. Τα «Μπουγιουκαίϊκα», τα «Κουρεταίϊκα», τα «Μαρκολεφαίϊκα», τα «Καψιμαλακαίϊκα» και τα «Καραλεκαίϊκα» αλώνια. Στην εποχή τού αλωνισμού η εμφάνισή τους ήταν ομοιόμορφη, με πέτρινη στρώση. Την δε άνοιξη είχαν να μας παρουσιάσουν το πράσινο διάκοσμό τους που εδημιουργείτο από τα φύτρα καρπών που ξεπετιούνταν από τις σχισμές που άφηναν μεταξύ τους οι πλάκες. Αλλά και οι γύρω-γύρω χώροι θημωνοστάσια κ.λπ., πρασίνιζαν από τους καρπούς των δημητριακών που άφηνε ο αλωνισμός.

Στο κέντρο κάθε αλωνισμού υπήρχε ο «στοίχερος», το στήριγμα, που ήταν φτιαγμένο από ξύλο κέδρου, επάνω στον οποίον ήταν δεμένη η τριχιά που κρατούσε τις θηλιές των αλόγων και των μουλαριών τού αλωνισμού. Οι περιφέρειες των αλωνιών, «σφεντόνες», όπως λέγονταν οι τελευταίες προς τα έξω σειρές τής πλακόστρωσης, με τις μεγάλες πέτρες «πλάκες», χάριζαν σε κάθε αλώνι την κορνίζα του.

Αλώνια «καλόστρωτα και ξεχορταριασμένα», αλώνια που καρτερούσαν τ’ αλωνισμού το πανηγύρι. Ήταν το πανηγύρι αυτό μια μεγάλη ευχαρίστηση για όλους τους κατοίκους. Από τη θέση των αλωνιών, η θέα τού κάμπου τής Μεγαλοπόλεως και των γύρω βουνών μεγάλωναν την ευχαρίστηση και την αγάπη μας για το χωριό.

Κάθε αλώνι είχε τον χώρο τής θημωνιάς, το «θημωνοστάσι» όπου στοιβάζονταν τα δεμάτια του θερισμού. Το έδαφος της θημωνιάς, στρωμένο με πέτρες, είχε ελαφρά κατηφορική κλίση, ώστε σε περίπτωση βροχής να μη λιμνάζουν τα νερά. Τούτο βοηθούσε ακόμη και στον αερισμό τής θημωνιάς.

Τα αλώνια του χωριού, έτσι όπως ήσαν στο σύνολο συγκεντρωμένα, έκαναν τις ημέρες τού αλωνισμού, ιδιαίτερα ζεστές τις σχέσεις των ανθρώπων. Φιλοφρονήσεις, κεράσματα λογής-λογής, φιλέματα κι ευχές καλλιεργούσαν ευεργετικά τον ψυχισμό τού χωριού. Ο αλωνισμός ήταν ένα πανηγύρι.

Όψιμη παραγωγή, τ’ αραποσίτια και τα καλαμπόκια, έκαναν να επαναλαμβάνεται η γιορταστική ατμόσφαιρα. Το ξεφύλλισμα, το λιάσιμο και το ξεκόκκισμα των αραποσιτιών κρατούσε πολλές ημέρες. Τα βράδια, κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, η κουβέντα και το τραγούδι χάριζαν νύχτες ειδυλλιακές. Συγκινητικές είναι οι αναμνήσεις των παλαιότερων από τα αλώνια.

Τα αλώνια είναι κληρονομιά όλων μας, από τις πιο αξιόλογες. Οι πρόγονοί μας κουράστηκαν και μόχθησαν γ’ αυτά. Οι πέτρες κουβαλήθηκαν από διάφορες τοποθεσίες, με «ζαλιές» των γυναικών με τα ζώα και με τις «τζουβέρες». Μαστόροι ντόπιοι και ξένοι, δούλεψαν με τέχνη και υπομονή για την κατασκευή τους. Όταν γινόταν ένα αλώνι όλο το χωριό ήταν στο πόδι, όλοι αισθάνονταν την υποχρέωση να βοηθήσουν. Αμοιβή δεν υπήρχε, υπήρχε «ξέλαση», δηλαδή η προσφορά εργασίας ήταν δωρεάν. Χαρακτηριστικό τής εποχής εκείνης ήταν ο θετικός ψυχισμός των ανθρώπων και η αλληλεγγύη.

Δύσκολα επαναλαμβάνεται σήμερα η δημιουργική και μεστή ψυχισμού εργασία τής «ξέλασης». Στον ψυχισμό και στους κόπους εκείνων των ανθρώπων έχουμε χρέος να προσφέρουμε τον σεβασμό μας. Άλλος αφανισμός των αλωνιών να μη γίνει.

Τ’ αλώνια, οι εκκλησίες μας, το καμπαναριό, τα πηγάδια, τα δάση μας και δει το θαυμάσιο και πανέμορφο φαράγγι τής Λαγκάδας, είναι η πολύτιμη κληρονομιά μας την οποία ΟΛΟΙ παλιοί και νέοι, έχουμε χρέος να διαφυλάξουμε. ΕΙΘΕ.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Τα πηγάδια των Λυκοχίων

Η ύδρευση των κατοίκων των Λυκοχίων εγένετο επί σειρά ετών από τα Δημοτικά και τα ιδιωτικά πηγάδια. Είναι αληθές ότι το θέμα τού νερού, για τους κατοίκους και για τα ζώα, ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Η περιοχή των Λυκοχίων δεν έχει πηγαίο νερό «βρύσης», γι’ αυτό οι κάτοικοι από την πρώτη στιγμή εστράφησαν στην δημιουργία πηγαδιών, με την ελπίδα ότι σε ορισμένο βάθος πέντε (5) έως δεκαπέντε (15) μέτρων θα εύρισκαν νερό για να εξυπηρετηθούν.

Από την αρχαία εποχή οι κάτοικοι της (Αρχαίας) Λυκόας στην περιοχή τού «Προφήτη Ηλία», είχαν πηγάδια αρκετά και μάλιστα το ένα εξ’ αυτών υπάρχει και σήμερα.

Μετά από αρκετά χρόνια, προκειμένου να εξοικονομήσουν νερό, για τις ανάγκες τής οικογένειάς των και για το πότισμα των αιγοπροβάτων, σε πολλά μέρη τής περιοχής των Λυκοχίων, έφτιαξαν κοινοτικά και ιδιωτικά πηγάδια.

Μερικά από τα κοινοτικά πηγάδια υπήρχαν προτού κτισθεί το χωριό. Για παράδειγμα, το κοινοτικό πηγάδι στον «Προφήτη Ηλία» που υπήρχε από το 800 π.χ. περίπου, τα πηγάδια στο «Λυκόχι» και στον «Μπλουμικό». Κοινοτικά πηγάδια που ανοίχτηκαν από την κοινότητα του χωριού ήταν επίσης στην «Βρυσούλα», στη «Ζουζούλα», και στο «άνω Λυκόχι».

Ιδιωτικά πηγάδια οι κάτοικοι του χωριού άνοιξαν πολλά, για ύδρευση και για το πότισμα των αιγοπροβάτων. Οι Μαρκολεφαίοι άνοιξαν ιδιωτικά πηγάδια στα «Πηγαδούλια», στην «Βορίλα», στο «Λυκόχι» και στη «Καλαμποκιά». Οι Μπουγιουκαίοι άνοιξαν ιδιωτικά πηγάδια στο «Σκοτάδι», στο «Μπλουμικό», στο «Λυκόχι», στον «Προφήτη Ηλία» και στη «Καλαμποκιά». Οι Κουρεταίοι άνοιξαν ιδιωτικά πηγάδια στο «Λυκόχι», στη «Βρυσούλα», στη «Καλαμποκιά», στο «Λειψένι», στον «Μπλουμουκό» και στο «Μπογάζι». Οι Καψιμαλακαίοι άνοιξαν ιδιωτικά πηγάδια στα «Χάνια», στη «Καλαμποκιά - Χειραίλια», και στις αυλές των σπιτιών τους.
          Το έτος 1972 το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού μας καθώς και 15 άλλων χωριών τής ευρύτερης περιοχής λύθηκε οριστικά. Η κατασκευή ενός μεγάλου Υδραγωγείου έφερε τα πλούσια νερά τής πηγής «Σαβαλά Υψούντος» της Στεμνίτσας. Για το αξιόλογο τούτο έργο η κρατική δαπάνη ξεπέρασε τα 13 εκατομμύρια δραχμές, ενώ την πρωτοβουλία είχε αναλάβει προσωπικά ο τότε Νομάρχης Αρκαδίας Κωνσταντίνος Λουμάκης, απόστρατος Στρατηγός τού Ελληνικού Στρατού.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Τα µαντριά των αιγοπροβάτων

Προκειμένου ο αναγνώστης τού ανά χείρας βιβλίου να σχηματίσει μια ιδέα για τον ποιμενικό βίο των προγόνων μας, θεώρησα σκόπιμο να γράψω λίγα λόγια για τις τοποθεσίες στις οποίες σταυλίζονταν τα αιγοπρόβατά τους.

Τα αιγοπρόβατά των Λυκοχίων, τα περισσότερα ήταν γίδια, τα οποία σταυλίζονταν σε μαντριά, λίγο μακριά από το χωριό. Στην εξοχή, κοντά στα μαντριά τους, είχαν τις στρούγκες τους και τα απαραίτητα μέσα για το τυροκομείο.

Εκεί παρασκεύαζαν το βούτυρο, το τυρί και τις νόστιμες μυζήθρες, εκεί γινόταν ο κούρος τής στάνης, που είχε γιορταστικό χαρακτήρα. Γιορταστική και ιδιαίτερα ειδυλλιακή ήταν η ημέρα τής Ανάληψης του Χριστού, κατά την οποίαν οι τσοπάνηδες δέχονταν στην στρούγκα τους συγγενείς και τους φίλους, στους οποίους πρόσφεραν το «Αναληψιάτικό βούτυρο», φρέσκο γάλα και τυρί τής «τσαντίλας». Και από τις δύο πιο πάνω εκδηλώσεις, «κούρος» και «Ανάληψη», δεν έλειπε το ψητό αρνί και η κρασοκατάνυξη.

Τα μαντριά τής περιφέρειας Λυκοχίων ήσαν από τα παλαιότερα στις τοποθεσίες: «Χαραμαρά – Συνέσοβα» του Γέρο Μάρκου Μαρκολέφα, «Συνέσοβα – Χαραμαρά» μαντριά των Μπουγιουκαίων, «Μουσουλιά το Βράχο» μαντριά των Κουρεταίων και «Κουργιαμπλά Μαντριά Μαρκολεφαίων» κατά την χειμερινή περίοδο όταν δεν πήγαιναν στα χειμαδιά για να παραχειμάσουν.

Νεότερες τοποθεσίες ήταν: «Ντόβριτσα – Παλιοκαλύβες» μαντριά τού Δημήτρη Κουρέτα του Παναγιώτη, «Μπολέτα» μαντριά των Σταύρου, Δημητρίου και Βασιλείου Μαρκολέφα του Γεωργίου, «Προφήτη Ηλία – Σκοτάδι» μαντριά Θανάση και Γεώργη Μπουγιούκου, «Καλαμποκιά» μαντριά των Καψιμαλακαίων Κωνσταντίνου και Αθανασίου, «Λυκόπουλου» μαντριά Γιαννάκου Μαρκολέφα του Κωνσταντίνου και Αθανασίου «Παπα – Θανάση», «Λυκόχι – Στρογγυλή» μαντριά Πάνου Κουρέτα του Χρήστου «Μπαλιούρη».


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Οι δρόμοι των Λυκοχίων


Οι δρόμοι των Λυκοχίων από την αρχαιότητα είναι οι ακόλουθοι:

1ος Δρόμος: Από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρχε ημιονικός δρόμος από την Ανδρίτσαινα – Καρύταινα – χωριά Καλυβάκια, Παλαμάρι, Παύλια, Λυκόχια, Χάνια, Λαγκάδα, Μαντέϊκα, Τσελεπάκου, Συλίμνα, Τριπολιτσά (πρωτεύουσα νομού Αρκαδίας). Αυτόν τον ημιονικό δρόμο τον μαρτυρούν οι πολλές αρματοτροχιές που υπάρχουν μέχρι σήμερα σε πολλά μέρη.

2ος Δρόμος: Ημιονικός δρόμος από Μεγαλόπολη – Τρίλοφο – Λυκόχια – Χρυσοβίτσι, όπου σήμερα είναι ασφαλτοστρωμένος και κατευθύνεται βόρεια προς Ελάτη «Γαρζενίκου», Βυτίνα, δυτικά προς Υψούντα «Στεμνίτσα», Δημητσάνα, ανατολικά προς Χρυσοβίτσι, Τσελεπάκου, Συλίμνα και Τρίπολη.

3ος Δρόμος: Ημιονικός δρόμος Λυκόχια – Άγιος Βασίλης Παύλιας – Ψάρι – Σύρνα – Στεμνίτσα. Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί και η συγκοινωνία γίνεται με αυτοκίνητα, Λυκόχια – Παλαιομοίρι – Παύλια – Παλαμάρι – Ψάρι – Σύρνα – Ελληνικό – Στεμνίτσα.

4ος Δρόμος: Ημιονικός δρόμος από Λυκόχια – Βαργιανέϊκα – Μπολέτα – Ντουμινέϊκα – Ντόμπριτσα – Πλεσίβο – Ραπούνι κ.λπ. Ο δρόμος αυτός εξυπηρετούσε προπαντός την ξύλευση και τη κτηνοτροφία.

Σήμερα δασικοί δρόμοι, από διαφορετικές κατευθύνσεις, διασχίζουν το όρος Μαίναλον και εξυπηρετούν άνετα τους κατοίκους των Λυκοχίων.

5ος Δρόμος: Ημιονικός δρόμος από Λυκόχια – Προφήτη Ηλία – Σφεντώνα – Παπακαλύβια – Καλαρίτι – Σάβα τα Λακώματα – Μουρτζιά – Ραπούνι.

6ος Δρόμος: Ημιονικός δρόμος από Λυκόχια προς Μεγαλόπολη: Λυκόχια, Μούργα Πέτρα, Μπλακοβούνι, Παλαιομοιραίικη Βρύση «Αη-Γιάννη», αμπέλια, Τρίλοφο, Εκκλησούλα, Μεγαλόπολη.

Ο δρόμος αυτός από τα παλιά χρόνια, σε πολλά τμήματά του ήταν σχεδόν αδιάβατος κατά τους χειμερινούς μήνες. Το πάλαι ποτέ ήταν ένα μονοπάτι, η δε διάνοιξή του έγινε το έτος 1860 περίπου, ενώ από το έτος 1920 άρχισαν, από τους κατοίκους των χωριών τής διαδρομής προς την πόλη, οι τμηματικές βελτιώσεις του. Τα τελευταία χρόνια ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε.

Η αμαξιτή οδός Μεγαλόπολη – Λυκόχια – Χρυσοβίτσι, εξυπηρετεί σήμερα αρκετά χωριά, δίνοντας κίνηση και ζωή σ’ όλη την περιοχή. Οι παλαιοί ημιονικοί δρόμοι, Λυκοχίων, Παύλιας, Καράτουλα κ.λπ. έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί.

Στα νέωτερα χρόνια, 1972 και μετά, έγιναν τσιμεντοστρώσεις των δρόμων εντός τού χωριού, διανοίξεις πολλών αγροτικών δρόμων, βελτιώσεις κοινοχρήστων χώρων κ.λπ..

Οι μικροί δρόμοι τού χωριού στις πέριξ τοποθεσίες είναι πολλοί. Αναφέρθηκα μόνο στους μεγάλους δρόμους, γιατί αυτοί θα μας ξεναγήσουν σε μια ευχάριστη πορεία εκτός των Λυκοχίων.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Τα τοπωνύμια των Λυκοχίων

Κάθε τοπωνύμιο κρύβει μια δική του ιστορία. Κάποιο όνομα η κάποιο συμβάν χαρίζει στον τόπο μια ονομασία, η δε μελέτη των τοπωνυμίων είναι και μελέτη τής ιστορίας τού τόπου. Ο κάθε τόπος, μικρός, μεγάλος, ορεινός, πεδινός, παραλιακός, χέρσος, δασώδης, καλλιεργούμενος, σχετίζεται αμέσως και εμμέσως με την ζωή τού ανθρώπου και γενικότερα κάθε λαού, διότι συνδέεται στενά με τον εν γένει βίο του.

Δεν υπάρχουν αληθινότερα και πιο αιώνια μνημεία στην ιστορία τού κόσμου από τα τοπωνύμια. Αυτά φανερώνουν το πέρασμα των ανθρώπων, τις ασχολίες τους και την ιστορία τής ζωής τους. Αυτός είναι ο λόγος που με έκανε να συμπεριλάβω στη μελέτη μου αυτή και το κεφάλαιο «Τοπωνύμια». Την τοπωνυμική έκφραση της περιοχής τού χωριού μας Λυκόχια, θα την ταξινομήσω ενιαίως, κατά την ακόλουθη κατάταξη, αναλόγως τού περιεχομένου, σε επτά(7) υποδιαιρέσεις.

Α. Διαμόρφωση του εδάφους

Α1. Τοπογραφικά
Στο Καλντερίμι: «στο δρόμο που πηγαίνει προς τα Μαντέϊκα, από παλαιό Καλντερίμι, όπου διέρχονταν αμαξοτροχιές από αρχαιοτάτων χρόνων».

Στα Κεραμίδια «στο βόρειο μέρος τού Προφήτη Ηλία, όπου εκεί οι αρχαίοι κάτοικοι της Λυκόας είχαν καμίνι, όπου έφτιαχναν και έψηναν τούβλα, κεραμίδια και πιθάρια - κιούπια.

Στο Δίστρατο, στη Διακλάδωση, στη Στρογγυλή «στο νότιο μέρος τού χωριού, στη Σκάλα, στο Ψαροβούνι».

Α2. Διαμορφωτικά
Χουνάκι, Χούνη, στο Διάσελο, στην Λαγκάδα «Χείμαρρος», στις Γούβες, στην Αλουπότρυπα, στα Γούπατα, στη Σκαλίτσα, στην Καρακοφωλιά «στο βόρειο μέρος τού χωριού», στην Κουφάλα, στο Στεφάνι, στην Κεραμιδοχούνη.

Α3. Πετρώματα
Ελαφογκρέμια στον Χείμαρρο της Λαγκάδας, στον Κόκκινο Βράχο, στα Κοτρώνια στο Βόρειο μέρος τού χωριού στην Γκρεμίλα «τοποθεσία που πάμε για Μαντέϊκα», στου Νταή στο Σπλιθάρι, «στο νότιο μέρος τού Μπλεσίβου, όπου πράγματι υπάρχει σπλιθάρι και οι κτηνοτρόφοι έπαιρναν πιόσιμο νερό», στο Μούργο Λιθάρι «είναι ένα μεγάλο κοτρόνι στο νότιο μέρος τού χωριού, επί τού δρόμου που πηγαίνει προς την Μεγαλόπολη», Κυλημένο Λιθάρι, Τρύπια Πέτρα, Κάτω, Κάτω χαλίκι, Ράχη της Καλογερίνας, ψηλή Τούρλα, Γραμμένη Πλάκα «στο βόρειο μέρος τού χωριού, στα σύνορα με το χωριό Χρυσοβίτσι», στο Χέρωμα, στα Ριζενά «από τις ρίζες ίσως τού βουνού».

Για το ελαφογκρέμια του χειμάρρου τής Λαγκάδας υπάρχει μια παράδοση που μας λέει ότι: Κάποτε κατά το περελθόν οι κυνηγοί κάποια στιγμή, στρίμωξαν ένα ελάφι επάνω στο βράχο. Αυτό, για να αποφύγει τα κυνηγόσκυλα και τους κυνηγούς προτίμησε να πέσει από τον βράχο μήπως γλυτώσει, αλλά «αυτοκτόνησε». Από τότε ο βράχος αυτός ονομάστηκε «Ελαφογκρέμια».

Για την «Τρύπια Πέτρα» που είναι στο βόρειο μέρος τού χωριού και στα σύνορα Χρυσοβιτσίου – Λυκοχίων, η παράδοση λέει: Εκεί υπάρχει ένας Βράχος τρύπιος, όπου όταν ένας άνθρωπος βαριά ασθενής, πήγαινε στο σημείο αυτό, περνούσε μέσα από την «Τρύπια Πέτρα» και αφήνοντας εκεί τα ρούχα του, πίστευε ότι θα θεραπεύετο από την αρρώστεια.

Α4. Κατηγορίες Κτημάτων
Λιβάδι, στα Λιβαδάκια, στην Βαθειά Λάκκα, στη Λάκκα τής Ντόμπριτσας, στου Παπά την Λάκκα, στην Αγκαθόλακκα, στη Μουρτζόλακκα, στη Παλιόλακκα, στη Φτερόλακκα, στα Λακκούλια, στου Σάββα τα Λακκώματα, στην Μεγάλη Πλεύρα «τοπωνύμια που έχουν σχέση με την λάκκα και την πλευρά».

Β. Επί του εδάφους αντικείμενα

B1. Υδρονυμικά
Στην Βρύση την Παλαιομοιρέϊκη στον νότιο μέρος τού χωριού, στην Βρυσούλα, στην Κοκκινόβρυση, στο Ποτάμι τής Λαγκάδας, στο Ξεροπόταμο, στη Βρύση τής Μπουγέτας, στο Ρέμα τού Κουργιαμπλά, στο Λειψενόρεμα, στη Λούτσα τής Ντόμπριτσας, στην Λούσα των Κουρεταίων, στην Στέρνα τού Ηλία Κουρέτα, «στην Ντόμπριτσα», στα Πηγαδούλια, στο Βρωμοπήγαδο, στο πηγάδι Ζουζούλα, στα πηγάδια στο Λυκόχι, στα πηγάδια Προφήτη Ηλία «Αρχαία Λυκόα», στη Στέρνα Διονύση Μαρκολέφα στα Παπακαλύβια, Κακόρρεμα, τα πηγάδια στο Μπλουμουκό.

B2. Από κτίσματα
Στο Αλωνάκι, στις Παλιοκαλύβες στη Ντόμπριτσα «καλύβια των κατοίκων τού Αρκουδορρέματος, τώρα χαλάσματα», στα Πετράλωνα «στον Προφήτη Ηλία», στα καλύβια του γέρο Σταύρου Μαρκολέφα στη Μπολέτα (χαλάσματα), στα καλύβια του Χαράλαμπου Καραλέκα στα Γουπατάκια (χαλάσματα), στα μαντριά τού Πάνου Κουρέτα στο Κάρκανο (Στρογγυλή), στα Μπουγιουκέϊκα μαντριά στο Σκοτάδι, στα μαντριά των Μπουγιουκαίων στη Συνέσοβα, στα μαντριά των Μαρκολεφαίων στου Χαραμαρά, στα μαντριά τού Θανάση Καψιμαλάκου στο χάνι, στις Λότζες των Κουρεταίων στο χαλασμένο.

Σχεδόν όλα που ανέφερα ανωτέρω, σήμερα είναι χαλάσματα.

Γ. Φυτικός κόσμος
Στα δενδρούλια, στα Ελατάκια, στο Πουρναράκι, στις Γκορτσούλες, στην Κορομπλιά, στο Στεφάνι, στην Παλιογλατζινιά, στη φτελιά, στα Κουτούπια της Ντόμπριτσας, στις Καριές, στην Κουκίστρα, στον Μεγάλο Έλατο, στην Κερασιά, στις Ασφάκες τής Ντόμπριτσας, στου Τσαλτή τον Έλατο.

Δ. Αγιωνυμικά
Στον Προφήτη Ηλία, στον Αϊλιά τού Μπλεσίβου «χαλάσματα», Άγιοι Θεόδωροι «νεκροταφείο», Άγιος Νικόλαος ο Νέος «Πολιούχος του χωριού», Αγία Σοφία στη Ντόμπριτσα «χαλάσματα», στον Άγιο Θεόδωρο «χαλάσματα» στα όρια του Χρυσοβιτσίου.

Ε. Τοπωνύμια από Ιδιοκτήτες
Στο Σαρέϊκο, στου Ρετσινά, στου Νταή, στα Τομαρέϊκα, στου Ζάλιαρη, στου Ξενόγιαννη, στου Αγγελή το Κορφάδι, στα Παπακαλύβια, στου Χαραμαρά, στου Κοντογιάννη, στη Λάμπρενα, στου Κωσταλαίνου.

Όλα αυτά τα κτήματα ήσαν ιδιοκτησίες των κατοίκων τού Αρκουδορρέματος και του Λιμποβισίου, οι οποίοι μετοίκησαν σε χωριά τής Επαρχίας Πυλίας τού Νομού Μεσσηνίας.

ΣΤ. Ξενόγλωσσα τοπωνύμια, κυρίως Σλαυικά
Βορίλα, Γερολέϊκο, Μπολιάνισσα, Βαριανέϊκα, Τσουρούμι, Μπολέττα, Ντουμινέϊκα, Κουργιαμπλάς, Ντόβριτσα (ή Ντόμπριτσα) που είναι υποκοριστικό τής «καλής» στα Σέρβικα, Τζούμενα, Μεχρέϊκα, Καρακούνι, Καλαρίτι, Συνέσοβα, Μπλεσίβος, Ραπούνι, Νταλογκά, Τσορτσάνικο, Παρακαρέϊκα, Σφεντόνα, Χειρέλια, Μπλουμικός, Μπρικοίλα, Νταρνοβά, Βαρδακίλα.

Στη περιοχή των Λυκοχίων κατοίκησαν επί σειρά ετών Σλαυικές ομάδες, καθ’ ότι αυτό μας το μαρτυρούν η πληθώρα των Σλαυικών τοπωνυμίων «π.χ., Μπλεσίβος, Ντόμπριτσα, Συνέσοβα, Ντουμινέϊκα, κλπ). Οι Σλαυικές αυτές φυλές και ομάδες κατέβηκαν στα Βαλκάνια από τα Καρπάθια όρη προ του τέλους τού Η΄ μ.χ. αιώνα, ανενόχλητοι, διότι εκινούντο ήσυχοι αναζητώντας τόπο για να κατοικήσουν.

Οι Σλαυικές αυτές ομάδες εγκαταστάθηκαν στα εδάφη τού Βυζαντίου, με την συναίνεση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, καθ’ ότι ο Ελληνισμός τής υπαίθρου είχε μειωθεί ανησυχητικά και είχε ανάγκη βιολογικής ενίσχυσης και εργατικών χεριών.

Ζ. Από τον βίο καθόλα τοπωνύμια
Στην Πρίφτα, στου Μπουρναρομελά, στα Ρόγγια, στη Καψαλιά, στο Σκυλόχορτο, στην Αποσκιά, στο κακό Τσουρούμι, στο Στρίμμα.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Η ζωή των κατοίκων τού χωριού πριv από 80 χρόνια

 Οι κάτοικοι του χωριού δεν γνώριζαν τι θα πει κόσμος, πρόοδος, πολιτισμός. Η μόνη τους απασχόληση ήταν η κτηνοτροφία και λίγο η γεωργία. Οι άνθρωποι στο χωριό μεγάλωναν, παντρεύονταν, έκαναν δικές τους οικογένειες, και έμεναν στο ίδιο χωριό, στο ίδιο σπίτι. Στο πατρικό τους, γιατί δεν είχαν οικονομική ευχέρεια να κτίσουν αμέσως δική τους κατοικία.

Μόνο τα κορίτσια, οι «ξενογωνιές», όπως τα χαρακτήριζαν, παντρεύονταν και πήγαιναν στο σπίτι τού άνδρα τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο γέρο πατέρας «ο πάτερ φαμίλιας», είχε τον πρώτο λόγο. Αυτός κανόνιζε το πούλημα και το αγόρασμα των μικρών και των μεγάλων ζώων τού σπιτιού.

Σε κάθε οικογένεια υπήρχε πειθαρχημένη συμπεριφορά των μελών τής οικογένειας μεταξύ των. Π.χ., η νύμφη «η γυναίκα τού παιδιού του γέρο πατέρα», ποτέ δεν φώναζε τον αδερφό του άνδρα της, «τον κουνιάδο», με το όνομά του, αλλά με το επίθετο «Αφέντη», Αφέντη Γιώργη, Αφέντη Κωνσταντή κ.ο.κ..

Τα απαραίτητα χρειώδη τού σπιτιού

Πολυτέλεια και έπιπλα ήσαν τελείως άγνωστα και ανύπαρκτα την εποχή εκείνη. Ωστόσο, ήσαν υποχρεωμένοι να έχουν μερικά πράγματα, τα οποία έδειχναν την αρχοντιά τους, τη νοικοκυροσύνη τους, κι’ αποτελούσαν τον σπιτικό τους εξοπλισμό.
Έπρεπε, παραδείγματος χάριν, να έχουν καλά και εμφανίσημα σαμάρια των οικοσίτων ζώων «αλόγων, ημιονηγών, γαϊδουριών, κ.λ.π», όπως και κανονικά και εμφανίσημα καπίστρια και τριχιές για τα ζώα τους. Έπρεπε να έχουν σε καλή κατάσταση τα εργαλεία τους «τσεκούρια, μικρά και μεγάλα, κόφτρες – μεγάλες πριόνες για κούτσουρα, μικρά πριόνια και κλαδευτήρια». Έπρεπε να έχουν σε καλή κατάσταση τα γεωργικά τους εργαλεία, τα αλέτρια για τη σπορά των χωραφιών, τα σκαπανικά «ξινάρια, φτυάρια, κασμάδες», τα δρεπάνια για τον θέρο, τα δρυμόνια, τα κόσκινα για τη συγκομιδή των δημητριακών «σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, φακή, αραποσίτι, σίκαλη», κ.λ.π.

Έπρεπε να έχουν τα απαραίτητα για να λειτουργήσει ο αργαλειός: μιτάρια, αντιά, μαγκάνι, λανάρια, μασούρια, ανέμη κ.λ.π.

Όλα που αναφέραμε παραπάνω έπρεπε να είναι σε αρίστη κατάσταση προκειμένου να βοηθούν στο έργο τής καθημερινής ζωής.

Η διατροφή των κατοίκων τού χωριού

Η καλοφαγία για τους Λυκοχιώτες ήταν σπατάλη, μόνο ορισμένες φορές τον χρόνο είχαν πλούσιο τραπέζι στο σπίτι «Πάσχα, Χριστούγεννα, πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια.

Το ψωμί ήταν γενικά από κριθάρι και σιτάρι «σμιγάδι» και από αραποσιτάλευρο, και μόνο τα ψυχοσάββατα ή από κανένα πρόσφορ, ή σε κάποιο γάμο, γεύονταν το σιταρόψωμο.

Το κρέας ολίγες φορές το χρόνο έμπαινε στο τσουκάλι τους, το λάδι έπεφτε στο φαγητό τους με το σταγονόμετρο, και η ζάχαρη υπήρχε στο σπίτι μόνο και μόνο για φάρμακο.

Τα συνηθισμένα τους φαγητά ήσαν χυλοπίτες, τραχανάδες «ξυνός και γλυκός», λάχανα, σαλιγκάρια, μανιτάρια στην εποχή τους, γάλα «βραστογαλιά», τον χειμώνα και την άνοιξη και κάπου, κάπου κανένα κοτόπουλο, φασόλια, φακές, λάχανα, «καυκαλίθρες, μυρώνια, ραδίκια» και που και που, παστό από χοιρινό, και αυγά «καγιανά».

Υποδήματα και ενδυμασία

Αγόρια και κορίτσια, νέοι και γέροι, δεν φορούσαν παπούτσια αγοραστά κάθε μέρα. Είχαν βέβαια, ένα ζευγάρι αγοραστά παπούτσια από βακέτα ή από αδιάβροχο δέρμα, αλλά δεν τα φορούσαν γενικά, ήταν τα γιορτινά τους, τα φύλαγαν για να πηγαίνουν στην Εκκλησία, σε γάμους, στα πανηγύρια, στα παζάρι κάθε Σάββατο στη Μεγαλόπολη.

Τα καθημερινά τους παπούτσια ήταν από ρόδα αυτοκινήτου «καουτσούκ», και από γουρουνοτόμαρο, «τα γουρνοτσάρουχα» όπως τα έλεγαν. Αυτά τα έφτιαχναν μόνοι τους, από το δέρμα τού δικού τους γουρουνιού.

Από το 1930 και μετά η «ποδεμή» τους ήταν άρβιλα από δέρμα ζώων και έφεραν πλουσίαν «προκαδούρα», από καρφιά σκληρά και χοντρά.

Μόνοι τους επίσης έφτιαχναν τις φορεσιές τους. Οι γυναίκες ύφαιναν στους αργαλειούς τους και τα εσώρουχα και τα εξώρουχα «Γιουρντιά, μάλλινες φανέλες, μπελερίνες, καπέλα, κ.λ.π».

Ο φωτισμός

Ο φωτισμός τους, την εποχή εκείνη, ήταν με λυχνάρι που έκαιγε με λάδι και το κρεμούσαν στο μέσα μέρος τού τζακιού. Επειδή όμως το λάδι ήταν σπάνιο στο χωριό, χρησιμοποιούσαν αντί αυτού λίγδα «χοιρινό λίπος». Με το φως τού λυχναριού εξυπηρετιόνταν όλη η οικογένεια.

Όταν είχαν στημένο αργαλειό, τον έστηναν πάντοτε στο «χειμωνιάτικο» στην άκρη τού παραγωνιού, το δε λυχνάρι το κρεμούσαν στον αργαλειό «Λάκκο». Η μάνα ύφαινε, τα κορίτσια μπάλωναν ή έπλεκαν, τα αγόρια μελετούσαν ή έκαναν κάποια άλλη εργασία, που τους είχε ανατεθεί. Όλα τα μέλη τής οικογένειας είχαν να κάνουν κάποια εργασία.

Εκτός από το λυχνάρι, κάθε σπίτι είχε άλλες δύο λάμπες που έκαιγαν με πετρέλαιο. Η μία ήταν παφιλένια «λαμαρίνα» μικρού κωνικού σχήματος, που τις περισσότερες φορές την χρησιμοποιούσαν για να επιθεωρούν τις νύχτες τα ζώα τους και στην γέννα των οικόσιτων ζώων. Και αυτή την λάμπα τη κρεμούσαν στο ποδάρι τού τζακιού. Είχαν και μια άλλη λάμπα τού τοίχου, με το λαμπόγυαλο, αλλά αυτή την άναβαν όταν είχαν επισκέπτες, στα πανηγύρια, στις γιορτές και στους γάμους.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Ασχολίες των κατοίκων τού χωριού

Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων των Λυκοχίων ήσαν κτηνοτροφικές και γεωργικές. Η Αρκαδία διαφημίζονταν για την μεγάλη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Υπήρχε συμπληρωματικώς, το κυνήγι και η υλοτομία. Από πολλών ετών (μέχρι και σήμερα) έχει ιδρυθεί σύλλογος υλοτόμων, «Δασικός Αγροτικός Συνεταιρισμός», υπό την καθοδήγηση της Κρατικής Δασικής Υπηρεσίας, η οποία έχει έδρα στην Βυτίνα Γορτυνίας (Αρκαδίας).

Το κυνήγι ήταν καλά οργανωμένο με ειδικούς σκύλους. Η δε πανίδα στα Λυκόχια είναι άγρια, όπως και σε όλους τους δρυμούς της Αρκαδίας.

Ιδιαίτερα επιμελημένη ήταν η κτηνοτροφία. Τα πολλά μαντριά, η διαμονή των αιγοπροβάτων στην εξοχή, η πλούσια και ελεύθερη τροφή των αιγοπροβάτων στους αγρούς και τα δάση τής περιοχής, συντελούσαν σοβαρά στην αύξηση των κτηνοτροφικών προϊόντων. Τα αιγοπρόβατα μετριούνταν σε χιλιάδες, ενώ αψευδείς μάρτυρες της πλούσιας κτηνοτροφίας τού χωριού μας ήταν τα πολλά μαντριά.

Δασώδης και θαμνώδης η βλάστηση, άφηνε σχετικά περιορισμένες εκτάσεις στους κατοίκους για καλλιέργεια. Γ’ αυτό, οι κάτοικοι, για να δημιουργήσουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κατασκεύαζαν κατά κανόνα τα περίφημα «πεζούλια με ξερολιθιές» στις καλλιεργούμενες εκτάσεις των πρανών, λόφων και βουνών, ώστε να περιστέλλουν των χειμάρρων την ορμητικότητα και να περιορίζουν τη διάβρωση και αποσάθρωση του εδάφους.

Σε αντίθετη περίπτωση, θα δημιουργούντο μέσα στα κτήματα χαράδρες και με τις κατολισθήσεις των πρανών, τα εδάφη θ’ απογυμνώνονταν. Τα πρανή λόφων και βουνών έγιναν κτήματα με πολύ ιδρώτα. Ανάλογες εκτάσεις στις πλαγιές των υψωμάτων έγιναν λιβάδια και μαζί με τις καλαμιές συνετέλεσαν ώστε να υπάρχει ανεπτυγμένη κτηνοτροφία.

Όπως προαναφέρθηκε, παράλληλα με την ποιμενική και δύσκολη αγροτική εργασία, αρκετοί κάτοικοι του χωριού, για να μπορέσουν να επιβιώσουν στο χώρο αυτό, στο άγονο και σκληρό περιβάλλον, εργάστηκαν και εργάζονται ως υλοτόμοι.

Γενικά, η εργασία τού υλοτόμου, κατά τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολη, σκληρή και επικίνδυνη, με την κόφτρα, το μεγάλο πριόνι, το τσεκούρι κ.λπ. Αλλά, αυτό που ήταν (και είναι ακόμη) πιο δύσκολο, ήταν η συγκέντρωση της ξυλείας σε μέρος όπου ήταν δυνατή η μεταφορά της στο «Κρατικό Εργοστάσιο ξυλείας Χρυσοβιτσίου» ή στο εμπόριο, γενικότερα.

Η εκμετάλλευση του δάσους των ελάτων είναι δύσκολη, ειδικά τα πρώτα χρόνια όπου τα εργαλεία ξυλεύσεως ήταν «πτωχά». Τα τελευταία χρόνια, τα εργαλεία ξυλεύσεως έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Κι όμως, δεν παύει να είναι ακόμη μια εργασία δύσκολη και επικίνδυνη, όπου μια μικρή απροσεξία δύναται να στοιχίσει τη ζωή τού υλοτόμου εργάτη.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια και μάλιστα προσφάτως, τα υπερήφανα δάση τού όρους Μαινάλου έχουν καταστραφεί αρκετά από τη φωτιά. Τι συμβαίνει; Πολλά είναι τα ερωτήματα. Το Μαίναλο θλίβεται. Ο ελατερός ανασασμός τού σιγά, σιγά μειώνεται. Τι θα γίνει; Είμαι τής γνώμης ότι πρέπει να επιστρατευθούμε όλοι: Κρατικός Μηχανισμός, Νομαρχία, Δήμοι και όλοι οι κάτοικοι, που είναι αλήθεια, αγαπούμε αυτόν τον τόπο, το γρηγορότερο, για να μην ολοκληρωθεί η καταστροφή.

Η Οικοτεχνία των Λυκοχίων

Η οικοτεχνία τού χωριού εξυπηρετούσε μόνο τις οικογενειακές ανάγκες των κατοίκων και ουδέποτε είχε εμπορικό χαρακτήρα. Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του «Χρονιά-παρά-Χρονιά», σε κάθε σπίτι, χτυπούσε κι’ ένας αργαλειός.

Το μαλλί, σαν πρώτη ύλη, υπήρχε άφθονο. Τα σύνεργα επεξεργασίας των μαλλιών ήταν: λανάρια, ρόκες, ανέμες, μαγκάνι, κ.λπ., και δεν έλειπαν από κανένα νοικοκυριό.

Η ύφανση ήταν μια δουλειά που απαιτούσε μεγάλη προσοχή. Μάτια, χέρια και πόδια βρίσκονταν σε εγρήγορση. Παραθέτω κάποιους λαϊκούς στίχους που έχουν σχέση με τον αργαλειό.
«Το κέντημα είναι γλέντισμα
και η ρόκα είναι σεργιάνι
και ο ξενύχτης αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη»

Οι προίκες των κοριτσιών ήσαν κύριο μέλημα των μανάδων και γιαγιάδων. Σε κάθε σάλα τού σπιτιού υπήρχε και ένας «γιούκος», δηλαδή ένα μπαούλο «κασέλα», μέσα και πάνω στο οποίο ήσαν με τάξη διπλωμένα και τοποθετημένα χοντρά ρούχα, που σκεπάζονταν με λευκό σεντόνι, ήτοι: στρώματα, σαϊσματα, μπαντανίες, κουβέρτες, κιλίμια, απλάδια, δισάκια, μακριές μαξιλάρες για το παραγώνι, σακιά κ.λπ.

Ο «γιούκος» ήταν η προίκα της μέλλουσας νύμφης.
Πολλές φορές οι γυναίκες τους χωριού, τους Καλοκαιρινούς και Φθινοπωρινούς μήνες, άναβαν τις νύχτες φωτιές στις γειτονιές τού χωριού, για να δουλέψουν εκεί τα μαλλιά, στο «ξάσιμο», στο γνέσιμο και στο πλέξιμο. Άναβαν φωτιά με ξύλα «φρίγανα» ή ρετσίνι, για να φωτίζονται.

Πέρα από τη δουλειά τους «επεξεργασία μαλλιών», κουβέντιαζαν τα νέα τού χωριού και πολλές φορές τραγουδούσαν. Ήταν τα ειδυλλιακά «νυχτέρια». Τώρα πια έχουν λησμονηθεί.

Τα πλεκτά τής οικογένειας αποτελούσαν ιδιαίτερη φροντίδα. Οι γυναίκες, όταν δεν είχαν απασχολήσεις, γεωργικές, οικιακές κ.λπ., έπλεκαν για τα μέλη τής οικογένειας μπλούζες, φούστες, κάλτσες, μπελερίνες κ.λπ. Όλα γίνονταν με τέχνη και καλαισθησία.
Ιδιαίτερη ήταν και η φροντίδα για τις δαντέλες, που το πλέξιμό τους απασχολούσε τις μητέρες και τα νεαρά κορίτσια. Η δαντέλα ήταν το διακοσμητικό τής ενδυμασίας των γυναικών (κυρίως των νέων).

Τα μάλλινα και τα βαμβακερά υφάσματα κατασκευάζονταν στους αργαλειούς των σπιτιών. Εκεί υφαίνονταν επίσης τα χοντρά ρούχα τού ύπνου, τα λεπτά μάλλινα και τα βαμβακερά τής ενδύσεως.

Από τα μάλλινα του αργαλειού οι ράπτες έραβαν τις κάπες και τα γελέκα των ανδρών, καθώς και τις «γιούρντες» και τα κοντογούνια των γυναικών.

Οι τεχνίτες τού χωριού

Στο χωριό οι τεχνίτες ήταν ολίγοι, καθ’ ότι το σύνολο των κατοίκων ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, τη γεωργία την υλοτομία και το κυνήγι. Ορισμένοι τεχνίτες τού χωριού ήταν οι ακόλουθοι:
Χαράλαμπος Νικολάου Καραλέκας «ξυλουργός»
Αθανάσιος Νικολάου Κουρέτας «κατασκευαστής βαρελιών»
Βασίλειος Αλέκου Μπουγιούκος «κατασκευαστής βαρελιών»
Κωνσταντίνος Χαρ. Καραλέκας «ξυλουργός»
Νικόλαος Χαρ. Καραλέκας «ξυλουργός»
Αναστάσιος Ηλία Μπουγιούκος «ξυλουργός»
Ιωάννης Αδάμ Κουρέτας «κατασκευαστής βαρελιών»
Νικόλαος Κών/νου Καψιμαλάκος «κουρέας»
Θεόδωρος Θεοδ. Μπουγιούκος «μπαλωματής παπουτσιών»
Νικόλαος Δημ. Μπουγιούκος «μπαλωματής παπουτσιών»
Νικόλαος Παναγ. Μπουγιούκος «κατασκευαστής βαρελιών»
Γεώργιος Παναγ. Μπουγιούκος «κατασκευαστής βαρελιών»



*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

Επιστηµονικές Σπουδές Λυκοχιωτών

Ο πρώτος Λυκοχιώτης που έγινε καθηγητής «Γεωπόνος» Πανεπιστημίου των ΗΠΑ ήταν ο Γεώργιος Μπουγιούκος του Ιωάννου, προ του έτους 1920, όπου διέπρεψε και ανεδείχθη ένας άριστος επιστήμονας και εφευρέτης. Με την ανέγερση και την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το 1920 περίπου, υπήρξε ένας μεγάλος δωρητής, ενώ το όνομά του αναφέρεται στον πίνακα των δωρητών τού Πανεπιστημίου.

Κατωτέρω παραθέτω τα ονοματεπώνυμα των Λυκοχιωτών που έτυχαν επιστημονικών σπουδών μεταξύ των ετών 1920 – 1995.

Μπουγιούκος Γεώργιος του Ιωάννου, Καθηγητής Πανεπιστημίου, ΗΠΑ
Κουρέτας Χρήστος του Δημητρίου, Διδάσκαλος
Κουρέτας Δημήτριος του Ευσταθίου, Διδάσκαλος
Μπουγιούκος Σπύρος του Αθανασίου, Καθηγητής, ΗΠΑ
Μαρκολέφας Ιωάννης του Δημητρίου, Διδάσκαλος
Μαρκολέφας Παναγιώτης του Γεωργίου, Διδάσκαλος
Μπουγιούκος Χρήστος του Βασιλείου, Διδάσκαλος
Μπουγιούκος Παναγιώτης του Γεωργίου, Διδάσκαλος
Κουρέτας Κωνσταντίνος του Ιωάννου, Διδάσκαλος
Καψιμαλάκου Γεωργία του Νικολάου, Ιατρός
Μαρκολέφας Στυλιανός του Ιωάννου, Μηχανολόγος Μηχανικός
Μαρκολέφας Δημήτριος του Ιωάννου, Γυμναστική Ακαδημία
Κουρέτας Δήμος του Ανδρέα, Διδάσκαλος
Κουρέτας Ηλίας του Ανδρέα, Διδάσκαλος
Κουρέτας Ιωάννης του Ανδρέα, Γυμναστική Ακαδημία


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

Η προσφορά των Λυκοχιωτών στους Απελευθερωτικούς αγώνες τού Έθνους

Οι ήρωες που πολέμησαν κατά την επανάσταση του 1821 είναι αρκετοί από τις γενεές των Λυκοχίων:

1. Μπουγιούκος Παναγιώτης: Επικεφαλής συγγενών του, έλαβε μέρος στις μάχες γύρω στη Τριπολιτσά, Βαλτέτσι, Τρίκορφα, Γράνα, και στα Δερβενάκια, κατά τα πιστοποιητικά των οπλαρχηγών.

2. Καψιμαλάκος Ιωάννης: Ετιμήθη με το αργυρούν αριστείον, διότι πολέμησε επικεφαλής συγχωριανών του στις πολιορκίες τής Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου και των Πατρών και στις μάχες Βαλτετσίου, Δερβενακίων, καθώς και σε μάχες κατά του Ιμπραήμ Πασά.

3. Μαρκολέφας Παναγιώτης: Πολέμησε καθ’ όλη την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.

4. Μπουγιούκος Γεωργάκης: Υπηρέτησε το 1824 υπό τις διαταγές τού Πάνου Κολοκοτρώνη.

Το Χρυσοβίτσι πρόσφερε πάρα πολλά στον απελευθερωτικό αγώνα. Υπό τις διαταγές τού Στρατηλάτη Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πολέμησαν όλοι οι Χρυσοβιτσιώτες που μπορούσαν να φέρουν όπλο. Μεταξύ αυτών ήταν Μπουγιουκαίοι, Μαρκολεφαίοι, Καψιμαλακαίοι και Κουρεταίοι, ανώνυμοι και επώνυμοι, μετέσχον ολόψυχα στον αγώνα κατά των Τούρκων.

Το 1867 τα χωριά τού Δήμου Φαλάνθου συνέταξαν πίνακες στρατευσίμων που γεννήθηκαν γύρω στο 1845. Ο Πάρεδρος του Χρυσοβιτσίου κατέγραψε νέους μεταξύ 18 και 24 ετών. Μεταξύ αυτών ήσαν και αρκετοί από τα Λυκόχια, καθ’ ότι το χωριό Λυκόχια ήταν την περίοδο αυτή συνοικισμός τού Χρυσοβιτσίου.

Κουρέτας Αναστάσιος του Ιωάννου

Κουρέτας Γεώργιος του Αθανασίου

Κουρέτας Ηλίας του Γεωργίου

Κουρέτας Νικόλαος του Ιωάννου

Μαρκολέφας Αθανάσιος του Παναγιώτου

Μαρκολέφας Ιωάννης του Δημητρίου

Μπουγιούκος Γεώργιος του Γεωργίου

Μπουγιούκος Δημήτριος του Παναγιώτου

Μπουγιούκος Ηλίας του Δημητρίου

Μπουγιούκος Ιωάννης του Παναγιώτου

Μπουγιούκος Χρήστος του Νικολάου


Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1897

Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του έτους 1897, στο μέτωπο Θεσσαλίας, έλαβαν μέρος πολλοί Λυκοχιώτες. Όμως, τα στοιχεία στρατεύσεως των, υπηρεσιακά ή παραδοσιακά, είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστα.

Οι γνωστοί οπλίτες Λυκοχιώτες που έλαβαν μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμου του 1897 είναι:

Μαρκολέφας Δημήτριος του Γεωργίου, γεννηθείς το έτος 1864.

Μπουγιούκος Επαμεινώνδας του Δημητρίου, γεννηθείς το έτος 1864.

Λυκοχιώτες οπλίτες Βαλκανικών πολέμων 1912-1918

Καραλέκας Χαράλαμπος του Νικολάου

Μαρκολέφας Αντώνιος του Γεωργίου

Μαρκολέφας Γεώργιος του Ιωάννου

Μαρκολέφας Σταύρος του Γεωργίου

Μπουγιούκος Δημήτριος του Ηλία

Μπουγιούκος Ιωάννης του Χρήστου

Μπουγιούκος Χρήστος του Ηλία - Έπεσε υπέρ Πατρίδος.

Οι Βαλκανομάχοι Λυκοχιώτες πολέμησαν ηρωϊκά. Η παρουσία τους στο χωριό ενέπνεε σεβασμό. Οι διηγήσεις τους, οι σχετικές με τα πολεμικά γεγονότα και το μεγάλωμα της πατρίδας, εύρισκαν πάντοτε πρόθυμο και θερμό ακροατήριο.

«Ένας πολεμιστής των Βαλκανικών πολέμων 1918»

Το Σκρά «Ντι-Λέγκεν» είναι βουνό τής Κεντρικής Μακεδονίας παρά τα Ελληνοσερβικά σύνορα. Έχει υψόμετρο 1096 μ. και απέχει από το ομώνυμο χωριό πέντε (5) χιλιόμετρα. Την άνοιξη του έτους 1916 τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν πολλά επίκαιρα σημεία τής μεθορίου, μεταξύ αυτών και το ύψωμα του «Σκρά».

Η προσπάθεια του Ελληνικού Στρατού να καταλάβει το ύψωμα του Σκρά στις 17 Απριλίου 1917 δεν εστέφθη από επιτυχία. Στις 17 Μαΐου 1918 έγινε η πασίγνωστη μάχη τού Σκρά. Την παραμονή τής μάχης, 16 Μαΐου 1918, διετάχθη γενική επίθεση του Ελληνικού Στρατού. Έπρεπε όμως στο μεταξύ να χτυπηθούν οι βάσεις τού Βουλγαρικού πυροβολικού, του οποίου οι παρεμβαλλόμενοι φραγμοί πυρός εμπόδιζαν την προέλαση του Ελληνικού Στρατού.

Στην περίπτωση αυτή χρειάστηκε να βρεθούν κάποιοι ήρωες στρατιώτες, για ν’ ανεβάσουν σε μια ψηλή κορυφή τού όρους ένα κανόνι και πολλές οβίδες. Το απότομο και βραχώδες της κορυφής ήσαν εμπόδιο σοβαρό. Βρέθηκαν όμως εθελοντές για το δύσκολο εγχείρημα. Κάποιοι στρατιώτες ήσαν έτοιμοι να φορτωθούν τις οβίδες. Η μεγάλη δυσκολία βρισκόταν στην μεταφορά τής κάνης του κανονιού, που το βάρος της ήταν μεγάλο. Μεγαλύτερο όμως ήταν το πρόβλημα της μεταφοράς της ανάμεσα από τα βράχια τής ανηφορικής πλαγιάς τού όρους.

Ένας ανώτερος αξιωματικός μίλησε στους στρατιώτες για το πρόβλημα μεταφοράς τής κάνης. Ένας στρατιώτης, ο Γεώργιος Μαρκολέφας του Ιωάννου και της Σταυρούλας, έτος γεννήσεως 1889 από το χωριό μας, βγήκε από τη γραμμή του και ζήτησε από τον αξιωματικό μια τριχιά. Αμέσως υπέδειξε στους συναδέλφους του να δέσουν την κάνη του κανονιού πάνω στο κορμί του, με ελεύθερα τα χέρια για την αναρρίχηση.

Το σχέδιο μεταφοράς πέτυχε. Το κανόνι ξάφνιασε τους εχθρούς και έκανε να σιγήσουν το ένα μετά το άλλο τα πυροβόλα τους. Έτσι, εντός τής πρωΐας τής 17ης Μαΐου 1918, οι Έλληνες έγιναν κύριοι της τοποθεσίας «του Σκρά». Η μάχη αυτή έκρινε την τύχη τής Δυτικής Μακεδονίας. Ήταν καθοριστική για την Βόρειο Ελλάδα.

Οι στρατηγοί τής επιχειρήσεως άπαντες συνεχάρηκαν τον ήρωα στρατιώτη τους «Γεώργιο Μαρκολέφα του Ιωάννου» από το χωριό μας. Στη μάχη τού Σκρά το Ελληνικό Σώμα τής Εθνικής Άμυνας είχε κάποιες εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, συνέλαβε δε δύο χιλιάδες τριακοσίους (2.300) αιχμαλώτους Βουλγάρους.


Λυκοχιώτες οπλίτες τού Ελληνοτουρκικού πολέµου τής Μικράς Ασίας 1919- 1922

Κουρέτας Αδαµάντιος του Ιωάννη και της Γεωργίας, Στρατιώτης.

Κουρέτας Ιωάννης του Ηλία και της Βασιλικής, Στρατιώτης.

Κουρέτας Ιωάννης του Πάνου και της Μαργαρίτας, Χωροφύλακας.

Κουρέτας Κωνσταντίνος του Ιωάννη και της Γεωργίας, Στρατιώτης.

Μαρκολέφας Αναστάσιος του Δηµητρίου και της Θεοδώρας, Στρατιώτης.

Μαρκολέφας Βασίλειος του Αθανασίου και της Ελένης, Στρατιώτης.

Μαρκολέφας Βασίλειος του Γεωργίου και της Χριστίνας, Στρατιώτης.

Μπουγιούκος Αναστάσιος του Ηλία και της Μάρθας, Στρατιώτης.

Μπουγιούκος Δηµήτριος του Παναγιώτη και της Βασιλικής, Στρατιώτης.

Μπουγιούκος Κωνσταντίνος του Ηλία και της Μάρθας, Στρατιώτης - Έπεσε υπέρ Πατρίδος.

Μπουγιούκος Κωνσταντίνος του Χρήστου και της Σταυρούλας, Χωροφύλακας

Μπουγιούκος Λάµπρος του Ανδρέα και της Γιαννούλας, Στρατιώτης - Έπεσε υπέρ Πατρίδος.

Μπουγιούκος Νικόλαος του Ανδρέα και της Θύµιας, Στρατιώτης.

Μπουγιούκος Πανταζής του Ανδρέα και της Θύµιας, Στρατιώτης.

Η θεαµατική προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία είχε δυστυχώς οικτρό τέλος. Η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε συµφορά από τις λίγες που έχει γνωρίσει το Έθνος µας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήµερα. Οι χαµένες πατρίδες τού Ελληνισµού τής Μικράς Ασίας θα είναι για πολλούς αιώνες ο βουβός θρήνος τής Φυλής µας.

Λυκοχιώτες οπλίτες τού Ελληνο-Ιταλικού πολέμου τής Βορείου Ηπείρου 1940- 1941


Ονοματεπώνυμο
Όνομα Πατρός
Όνομα Μητρός
Παρατηρήσεις
Μαρκολέφας Νικόλαος
Δημήτριος
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Διονύσιος
Σταύρος
Μαρία
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Θεόδωρος
Βασίλειος
Χαρίστη
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Ιωάννης
Βασίλειος
Χάριστη
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Νικόλαος
Βασίλειος
Χάριστη
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Παύλος
Βασίλειος
Χάριστη
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Ιωάννης
Ηλίας
Αικατερίνη
Λοχίας
Μαρκολέφας Νικόλαος
Ηλίας
Αικατερίνη
Λοχίας
Μαρκολέφας Ιωάννης
Παρασκευάς
Γεωργία
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Δημήτριος
Αθανάσιος
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Νικόλαος
Αθανάσιος
Ελένη
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Προκόπης
Αθανάσιος
Ελένη
Στρατιώτης
Κουρέτας Αθανάσιος
Νικόλαος
Κωνσταντίνα
Στρατιώτης
Κουρέτας Θεόδωρος
Νικόλαος
Κωνσταντίνα
Δεκανέας
Κουρέτας
Κωνσταντίνος
Νικόλαος
Κωνσταντίνα
Στρατιώτης
Μαρκολέφας Νικόλαος
Παναγιώτης
Γεωργία
Στρατιώτης
Κουρέτας
Ανδρέας
Πάνος
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Νικόλαος
Πάνος
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Γεώργιος
Πάνος
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Ιωάννης
Πάνος
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Κωνσταντίνος
Δημήτριος
Αθήνα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Ιωάννης
Παναγιώτης
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας Βασίλειος
Παναγιώτης
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Χρήστος
Παναγιώτης
Σταυρούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Χρήστος
Ιωάννης
Γιαννούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Κων/νος
Ιωάννης
Γιαννούλα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Ιωάννης
Χαρίλαος
Χριστίνα
Χωροφύλακας
Κουρέτας
Γεώργιος
Χαρίλαος
Χριστίνα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Νικόλαος
Χαρίλαος
Χριστίνα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Φώτιος
Ηλίας
Ελεούσα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Σωτήριος
Πάνος
Μαργαρίτα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Χρήστος
Πάνος
Μαργαρίτα
Στρατιώτης
Κουρέτας Αναστάσιος
Πάνος
Μαργαρίτα
Στρατιώτης
Κουρέτας Δημήτριος
Πάνος
Μαργαρίτα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Γεώργιος
Πάνος
Μαργαρίτα
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Παναγιώτης
Αλέκος
Ελένη
Λοχίας
Μπουγιούκος Ανδρέας
Αλέκος
Ελένη
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Βασίλειος
Αλέκος
Ελένη
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Γεώργιος
Παναγιώτης
Αικατερίνη
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Νικόλας
Παναγιώτης
Αικατερίνη
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Κωνσταντίνος
Παναγιώτης
Αικατερίνη
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Ιωάννης
Θεόδωρος
Θεοδώρα
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Νικόλαος
Θεόδωρος
Θεοδώρα
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Κωνσταντίνος
Θεόδωρος
Θεοδώρα
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Αθανάσιος
Αναστάσιος
Ευγενία
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Ανδρέας
Αναστάσιος
Ευγενία
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Γεώργιος
Αναστάσιος
Ευγενία
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Κωνσταντίνος
Αναστάσιος
Ευγενία
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Νικόλαος
Ανδρέας
Γιαννούλα
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Δημήτριος
Ανδρέας
Γιαννούλα
Στρατιώτης
Μπουγιούκος Ιωάννης
Επαμεινώνδας
Γεωργία
Στρατιώτης
Κουρέτας
Αλέξης
Αντώνιος
Παναγιώτα
Στρατιώτης
Κουρέτας
Νικόλαος
Αντώνιος
Παναγιώτα
Στρατιώτης

Τραυματίες τού Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941

Το έπος τού Στρατού μας στη Βόρεια Ήπειρο (1940-41) υπήρξε εκ των πλέον ηρωικών κατορθωμάτων τού Ελληνισμού στο πέρασμα της ιστορίας τού Έθνους μας.

Δικαιολογημένα ο τότε πρωθυπουργός τής Αγγλίας «Ουίνστον Τσώρτσιλ» αναφώνησε: «Οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».

Η Ελλάδα άλλαξε την όψη τού πολέμου. Οι λαοί τής Ευρώπης παραδειγματίστηκαν από τους Έλληνες. Οι σύμμαχοι πήραν θάρρος διαπιστώνοντας το μη αήττητο του εχθρού. Οι νίκες των Ελλήνων στη Β. Ήπειρο και στην Κρήτη έδωσαν την ευκαιρία στους συμμάχους λαούς να ετοιμασθούν και να οργανωθούν επιθετικά.

Τα Λυκόχια έδωσαν στο πόλεμο του 1940 πενήντα πέντε(55) στρατιώτες και βαθμοφόρους, οι οποίοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με σθένος και πατριωτισμό.

Τραυματίες τού Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941

Τραυματικές περιπέτειες κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ήταν ελάχιστες. Μόνον δύο ελαφρά τραυματίες είχαμε οπλίτες Λυκοχιώτες:

1. Κουρέτας Θεόδωρος του Νικολάου και της Κωνσταντίνας, κλάσεως 1938, ο οποίος τραυματίσθηκε στον έναν οφθαλμό ελαφρά, κατά την επίθεση που εγένετο στο Τεπελένι, σε ιταλικό φυλάκιο.

2. Μπουγιούκος Νικόλαος του Ανδρέα και της Γιαννούλας, κλάσεως 1938, ο οποίος ετραυματίσθει στο πόδι από ρίψη χειροβομβίδας τού εχθρού.

Τιμή και δόξα στους προγόνους μας Λυκοχιώτες που αγωνίσθηκαν και έπεσαν υπέρ πατρίδος

Η προσφορά των υπέρ πατρίδος αγωνισθέντων και πεσόντων Λυκοχιωτών κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες τού Έθνους «1821-1940», αποτελεί για τους νεώτερους χρέος μνήμης, «Εσαεί»!

Απολαμβάνουμε τ’ αγαθά τής Ελευθερίας γιατί κάποιοι άλλοι, πριν από εμάς, αγωνίσθηκαν και θυσιάστηκαν για το δικαίωμα αυτό στη ζωή. Τα λίγα αυτά λόγια σκοπό έχουν να αναθερμάνουν τη θύμησή των παλαιοτέρων και να διδάξουν τους νεώτερους την Ιστορία τού τόπου και το χρέος τους στους προγόνους.


*****

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Το Δηµοτικό τραγούδι

Το δημοτικό τραγούδι είναι το καθρέφτισμα της ψυχής τού λαού μας. Είναι η ευαισθησία τού απλού ανθρώπου που εκφράζεται με λόγια και μουσική, που βγαίνουν μέσα από την καρδιά του. Είναι ιριδισμοί αισθημάτων και αισθήσεων, μουσική πανδαισία, είναι ομορφιά, ποιότητα.

Το δημοτικό τραγούδι είναι τα ψηλά βουνά, τα σκιερά δάση και τα δροσερά ποτάμια της Πατρίδας μας, όπου με τρυφεράδα τα στοιχεία τής Φύσης μπλέκονται με τα ανθρώπινα συναισθήματα και γίνονται έρωτας, αγάπη, θυμός, πολεμικός παιάνας, θρήνος, πίκρα, νανούρισμα, λαχτάρισμα.

Το δημοτικό τραγούδι είναι λεβεντιά, ντομπροσύνη, μπέσα, παλικαριά, που με τη συνοδεία τού κλαρίνου οδηγεί το κορμί σε ρυθμό αρχέγονου χορού, όπου το μυαλό εκστασιάζεται και ξετυλίγονται τα όνειρα σα δροσερό ποτάμι σε άνυδρη πεδιάδα.

Το δημοτικό τραγούδι έφερνε τα βήματα των συγχωριανών μας στον Τσάμικο, στο Συρτό, στον Καλαματιανό, την ημέρα τής Λαμπρής στο Προαύλιο του Αγίου Νικολάου τού Νέου.

Με το τραγούδι «καρτέραγαν», πάντρευαν και ξεπροβόδιζαν τους αγαπημένους τους. Αυτά τα τραγούδια σταχυολογώντας, καταγράφονται παρά κάτω, έτσι για να μην ξεχνάμε, για ν’ αντισταθούμε στην αλλοτρίωση και στην ξενόφερτη κουλτούρα.

        1. Το βλέπεις κείνο το βουνό πουν’ πιο ψηλ’ από τ’ άλλα
        εκεί ’ναι πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια,
        μέσα κοιμάται μια ξανθιά μίας χήρας θυγατέρα
        και πώς να την ξυμνήσουμε και πώς να της το πούμε:
        Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα κι άναψε τη φωτιά,
        ξύπνα κι άναψε τη φωτιά και σβήσε το λυχνάρι,
        γιατι μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι
        παν τα πουλάκια για βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση
        πάνε να πάρουνε νερό, να πιούν και να γεμίσουν.
       
        2. Για ειδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει
        φυτρώνει μεσ’ τα δύσβατα στις πέτρες στα λιθάρια
        τον τρων τα ’λάφια και ψοφούν, τ’ αγρίμια κι ημερεύουν
        τον τρων τα λάγια πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους,
        τον τρώνε και τα ήμερα και λησμονούν τη στρούγκα,
        να τον τρώγε κι η μάνα μου να με ’χε κάνει εμένα
        κι αν μ’ έκανε τι μ’ ήθελε κι αν μ’ έχει τι με θέλει
        π’ εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τρώ και πίνω.

        3. Γι ας παν’ να δουν τα μάτια μου πως τα περνά η αγάπη μου,
        Μην κι’ βρε αλλού κι αγάπησε και μένα μ’ απαράτησε.
        Ποιος τόπε δενδρουλάκι μου, δεν σ’ αγαπώ πουλάκι μου;
        Αν τόπε ο ήλιος να μη βγει, τ’ αστρί να μη ξημερωθεί,       
        αν τόπε το ρηγόπουλο, της Πάτρας τ’ αρχοντόπουλο,
        χήρα να δω τη μάνα του, στα μαύρα τη κουνιάδα του.
       
        4. Να ’χα νεράτζι να ’ριχνα, στο πέρα παραθύρι,
        να τσάκιζα το μάστραπα που ’χει το μόσχο μέσα,
        το μόσχο και την μυρωδιά και την αγάπη αντάμα,
        το μαντηλάκι που κεντάς εμένα να το στείλεις,
        να μη το στείλεις μοναχό παρά με την αγάπη,
        κι εκείνη το παράκουσε και μοναχό το στέλνει.
        Για πες μου μαντηλάκι μου αν μ’ αγαπάς η κυρά σου.
        Όντας σε συλλογίζεται κι όντας σε φέρνει ο νους της,
        σα θάλασσα βουρλίζεται σαν κύμα κυματίζει.

        5. Βγήκα ψηλά στα διάσελα κι αγνάντια στην Μπαρμπάσελα.
        Στης Μπαρμπάσελας τον κάμπο Τριτσιμπίδας κάνει γάμο.
        Η Μαργιορή παντρεύεται κι όλος ο κόσμος χαίρεται,
        και ποιον θα πάρεις Μαργιορή; του Τριτσιμπίδα το παιδί,
        που ‘χει αμπέλια και σταφίδες κι ένα στρέμμα φαλαρίδες.

        6. Κάτω στα δασιά πλατάνια και στην κρυόβρυση (Διαμαντούλα)
        κάθονταν δυό παλικάρια και μια λυγερή (Διαμαντούλα μου)
        Κάθονταν και τρώγαν και πίναν και όλο λέγανε,
        Διαμαντούλα τι είσαι τέτοια κίτρινη;
        Μη σε μάραναν τα πλατάνια κι η κρυόβρυση;
        Δε με μάραναν τα πλατάνια, ούτε η κρυόβρυση,
        μον' με μάραν’ ο λεβέντης με τα νάζια του.
       
        7. Όλα τα πουλάκια ζυγά – ζυγά
        τα χελιδονάκια ζευγαρωτά,
        το ‘ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό
        περπατεί στους κάμπους με τον αητό
        περπατεί και λέει και κελαδεί
        Ανδριανουπολίτη πραματευτή
        που την επέτυχες αυτή τη νιά
        τη ξανθομαλλούσα την Πατρινιά;
        Απ’ την Πόλη ερχόμουν κι απ’ τα νησιά
        Κι απ’ τη γειτονιά της επέρασα
        Τα βασιλικά της επότιζε
        και τις μαντζουράνες εδρόσιζε,
        μου ’κοψε κλωνάρι και μου ‘δωσε
        μου ’πε κι ένα λόγο και μ’ άρεσε.

        8. Σπιρί πιπέρι έσπερνα
        μεσ’ των κοριτσιών τα χείλη
        διάσμος είν’ και χαμομήλι.
        Κι ανάρια ανάρια το σπερνα
        για να μη δασύ φυτρώσει.
        Και ’κείνο δάσυ φύτρωσε
        κι έγινε δενδρί μεγάλο
        που στον κόσμο δεν είν’ άλλο
        Κορίτσια το θερίζανε
        και παιδιά το κουβαλούσαν
        δεκαοχτώ σφυροκοπούσανε
        μια παπαδιά τ’ αλώνιζε
        με μια τσίλικη φοράδα
        διάσμος είν’ και μαντζουράνα.
        Κι ένας παπάς το φτυάριζε
        μ’ ένα ασημένιο φτυάρι
        γειά χαρά σου παλικάρι.

        9. Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου
        αρνήσου τους δικούς σου, κι έλα αντάμα μου,
        πώς να τους το πώ, πώς να τους αρνηθώ;
        που ’μαι κοριτσάκι δώδεκα χρονώ;
        Έχε γειά πατέρα και μητέρα μου
        άντε στο καλό βρε θυγατέρα μου.

        10. Συγνέφιασε στον Παρνασσό, βρέχει στα καμποχώρια
         και συ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα;
         Πάω γι’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι
         να στείλω στην αγάπη μου, ποτέ να μη πεθάνει
         Αντί να στείλω αθάνατο, της έστειλα φαρμάκι.

        11. Περδικούλα ημέρωνα
         Κι όλο μ’ αγριευότανε
         Πείσμωσα την έδειρα
         στα βουνά την έστειλα
         στα βουνά τα πετρωτά,
         τα βολυμοσκεπαστά.
         Μια Λαμπρή, μια Κυριακή
         πέρασα κι εγώ από κει,
         την ακώ να κελαηδεί
         στου εχθρού μου την αυλή,
         Πέτα περδικούλα μου
         κι έλα στα χερούλια μου
         κι αν σου κάνω εγώ κακό
         σ’ εκκλησιά να μην εμπώ.

        12. Ποτεμέ, τζάνεμ, ποταμέ μου
         ποταμέ όταν γεμίζεις
         και βαρεί και κυματίζεις
         Πάρε με, τζάνεμ ποταμέ μου,
         πάρε με, στα κύματά σου,
         στα διπλογυρίσματά σου,
         που ’ρχονται, τζάνεμ ποταμέ μου,
         που ’ρχονται ξανθιές και πλένουν,
         μαυρομάτες και λευκαίνουν.
         Ήρθε η μία, τζάνεμ ποταμέ μου,
         ήρθε η μία, ήρθε κι ή άλλη
         ήρθε και η πιο μεγάλη,
         ήρθε αυτή, τζάνεμ ποταμέ μου,
         ήρθε ’κείνη π’ αγαπάω,
         που εγώ θα την επάρω.

        13. Γαλάζια που ’ν’ η θάλασσα
         και μελαχρινό το κύμα
         σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα.
         Θυμάσαι που σε φίλησα
         μέσ’ στ’ αμπέλι μεσ’ τη σταφίδα;
         Σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα
         Και βάλαμε και μάρτυρα
         μια βεργούλα απ’ το κλίμα
         σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα.


        14. Σιγαλά «βραμάν-αμάν» βρέχει ο Θεός,
         Σιγαλός ψιχαλισμός
         Σιγαλά πάω και ’γω
         στην αγάπη π’ αγαπώ.
         Πάω τη βρίσκω λυπημένη
         και βαριά βαλαντωμένη
         της μιλώ, δεν μου μιλάει
         και με τ’ άγριο με τηράει
         Κρίνε μ’ αγαπημένο μου,
         μικρό αρραβωνιασμένο μου,
         κρίνε με με την υγεία σου,
         να χαρείς τη λεβεντιά σου.
         Φεύγα βλάμη από κοντά μου
         σε σιχάθηκε η καρδιά μου.

        15. Εκεί ψηλά τα ματάκια μου
         Πουλάκια κι αηδονάκια μου
         εκεί ψηλά που πας στη φτέρη
         εμένανε κοντοκαρτέρει.
         Κι αν θα μας δούνε τα πουλιά
         γειά σου αγάπη μου παλιά
         κι αν θα μας δούνε τα λουλούδια,
         γειά σου αγάπη μου καινούργια
         κι αν θα μας δούν τα χελιδόνια
         εγώ θα σ’ αγαπώ αιώνια.

        16. Πιάνουν (θέλουν) ν’ ανθίσουν τα κλαριά κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει
         θέλω κι εγώ να σ’ αρνηθώ, κι ο πόνος δεν μ’ αφήνει.
         Σύρε να πεις της μάνας σου, να μη με καταριέται,
         τι θα την κάνω πεθερά, τι θα την κάνω μάνα,
         στην κόρη της τη δεύτερη, σ’ εσέ τη μαυρομάτα,
         που ’χεις τα ματοτσίνορα σαν φράγκικο δοξάρι.
         Το χέρι σου το παχουλό, τ’ άσπρο και το δροσάτο,
         να το’ χα για προσκέφαλο σ’ ένα μαρμαροβούνι,
         να σε χορτάσω φίλημα, στα μάτια και στα φρύδια,
         να μη φανούνε τα φιλιά, μα μη σε καταλάβουν
         και σε ζηλέψουν τα πουλιά, της Άνοιξης τ’ αηδόνια.

        17. Με γέλασε μια χαραυγή τ’ αστρί και το φεγγάρι
         και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
         κι ακούω τα πεύκα και βογκούν και τις οξιές να τρίζουν
         βλέπω τα ’λάφια να βογκούν τ’ αγρίμια να αρουλιώνται
         και μια ελαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ’ άλλα,
         όλο τ’ απόσκια περπατεί, τ’ απόζερβ’ αγναντεύει
         κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
         κι όπου βρει μαύρο κούτσουρο, κάθεται να μιλήσει
         κι όπου βρει μαύρο κάψαλο κάθεται να βοσκήσει.
         Κι ο Ήλιος την ερώτησε, κι ο Ήλιος τη ρωτάει.
         Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ’ άλλα;
         Μόνο τ’ απόσκια περπατείς, τ’ απόζρ’ αγναντεύεις
         κι όπου βρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις;
         Ήλιε μου σα με ρώτησες, θα σου το μολογήσω.
         Δώδεκα χρόνους έκανα, στέρφη χωρίς ελάφι
         κι από τους δώδεκα και μπρος εγέννησα λαφάκι
         κι εκεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
         το ’βρε που βόσκε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
         Ο Ήλιος τότε δάκρυσε, κι έσβυσε το φεγγάρι
         κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαριά αναστενάξαν.
         Κλάψε με μάνα, κλάψε με, με Ήλιο με φεγγάρι.
        
        18. Θα χορέψεις γέρο, θέλεις δε θες,
         και θα πεις τραγούδια για τις ξανθιές.
         Για θυμήσου γέρο τα νιάτα σου,
         τα καμώματά σου, τα νάζια σου.
         Για θυμήσου γέρο που ήσουν παιδί
         και τα είχες μπλέξει με μια ξανθή.

        19. Ένας αϊτός καθότανε
         στον ήλιο και λιαζότανε
         και κοίταγε τα νύχια του
         τα νυχοποδαράκια του
         την πέρδικα που πιάσατε
         να μη τηνε χαλάσετε
         για θα την βάλω στο κλουβί
         να κελαηδεί κάθε πρωϊ.

        20. Για σήκω απάνω Γιάννο μου
         και μη βαριοκοιμάσαι
         βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,
         χιονίζει, θα κρυώσεις,
         Θα σου βραχούνε Γιάννο μ’ τ’ άρματα
         και τα χρυσά κουμπιά σου
         και τ’ ασημένιο το σπαθί
         που ’ναι μεσ’ το θηκάρι.
         «Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα
         ο Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα»

        21. Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες
         και γω θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη στα σαράγια
         Γειά σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς την Βλάχα.
         Εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη, Βλάχα η παινεμένη
         πώχω τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια,
         στο ’να βουνό είν’ τα πρόβατα, στ’ άλλο βουνό τα γίδια
         κι ανάμεσα στα δυό βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν.
         Οι έξι αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα
         και στον αφρό του γάλακτος τρία κορίτσια πλένουν.
         Η μια πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους λαβωμένους
         κι η τρίτη καλύτερη τους αρραβωνιασμένους
         Γειά σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε την Βλάχα.

        22. Σιγά αμαξά την άμαξα
         Γιατί είναι μέσα η βλάμισσα,
         σιγά, σιγά και ταπεινά,
         μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά
         και κάψουνε τον μαχαλά.
         που είν’ τα κορίτσια τα καλά
         και κάψουνε και μένανε
         που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε.

        23. Φώτα το φεγγαράκι μου
         να πάω στην αγάπη μου
         Φώτα ψηλά και χαμπηλά
         γιατί είναι λάσπες τα νερά,
         φώτα και χαμπηλότερα
         να πάω γληγορότερα
         Εγώ φωτάω ως το πρωϊ
         κι όποιος έχει αγάπη
         ας πάει να τη βρει.
        
        24. Εσείς βουνά της Άγκυρας και της Μικράς Ασίας
         ποτέ μη χορταριάσετε, λουλούδια μην ανθίσετε
         για το κακό που έγινε, στις δεκαπέντε Αυγούστου
         ανήμερα της Παναγιάς, πάνω στο Καλεγκρότο
         γέμισαν τα βουνά κορμιά, και οι κάμποι παλικάρια
         Μαύρα πουλιά τους τρώγανε κι άσπρα τους τριγυρίζουν
         κι ένα πουλί μαυρόπουλο, κι ένα πουλί δικό μας
         κείνο δεν τρώει, δεν τριγυρνά, δεν φτιάνει το λαιμό του
         Κι άλλα παιδιά ν’ αιχμάλωτα κι άλλα ’ναι λαβωμένα
         Κι ένα παιδί από τον τόπο μας άλλων παιδιών λέγει
         Βλέπω και ετοιμάζεστε στον τόπο μας να πάτε
         Ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μη ειπείτε
         κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι ο δόλιος μου πατέρας,
         πέστε τους πως παντρεύτηκα εδώ μακριά στα ξένα
         πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα
         δυο κυπαρίσσια αγκαλιά, στο μνήμα μου απάνω.
        
        25. Βρε Ρουμελιωτάκι σαν μ’ αγαπάς
         τι παιρνοδιαβαίνεις κι όλο κοιτάς;
         Στείλε συμπεθέρους στη μάνα μου
         και προξενητάδες στον μπάρμπα μου
         κι αν σου πούνε, όχι δεν θέλουνε
         πάρε με απ’ το χέρι και φεύγουμε
         κι αν του πούνε, όχι δεν θέλουνε
         μπαίνουμε στο τραίνο και φεύγουμε.

        26. Γιάννο μου πάρε τ’ άλογο, σύρτο σεργιάνισέ το
         και εγώ θα πα στη μάνα μου, να την καταγελάσω,
         μάνα νερό δεν έχουμε και ξένους καρτερούμε
         και το βαρέλι άρπαξε να πάει να το γεμίσει,
         να πάει να το γεμίσει, το Γιάννο να φιλήσει.

        27. Ποιος είν’ άξιος και γλήγορος και άξιο παλικάρι
         να πάει να πει της Μήτραινας της μικροπαντρεμένης
         να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μη φορέσει
         το Μήτρο τον εσκότωσαν, πάνω στο Καρπενήσι
         πάει το αίμα σα νερό, πάει το αίμα βρύση
         εγώ είμαι άξιος και γλήγορος με ατσαλένια πόδια.

        28. Κόφ’ την Ελένη την ελιά, τη βαλαντώνεις τα παιδιά,
         Δεν την κόβω την ελιά κι ας μας τρελαθούνε τα παιδιά
         Κόφ’ την Ελένη την ελιά που ’χεις στο περιβόλι
         και μη τον αγαπάς πολύ, αυτόν τον ανθοπώλη.
         Κόφ’ την Ελένη την ελιά που έχεις στην αυλή σου
         κι έλα να σμίξουμε τα δυό, να κάνεις τη ζωή σου.

        29. Να χαμπηλώναν τα βουνά (ωχ αμάν, αμάν)
         να ψήλωναν οι κάμποι,
         θάλασσα πλατιά, κακούργα ξενιτιά,
         δια ν’ αγναντέψω το Μοριά, να ειδώ την Καλαμάτα
         θάλασσα περνώ, μα δε σε λησμονώ.
         Να ’βλεπα την αγάπη μου, πως στρώνει πως κοιμάται,
         Έβγα να σε ειδώ, να παρηγορηθώ.
         Σαν τι ματάκια την κοιτούν και τα δικά μου κλαίνε
         Θάλασσα πλατιά, κακούργα ξενιτιά.

        30. α) Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ
             και θέλω να το βάψω
             κι αν το πετύχω στη μπογιά
             πολλές καρδιές θα κάψω.

         β) Θα κάψω νιους θα κάψω νιες
             θα κάψω παλληκάρια
             θα κάψω την αγάπη μου
             μέσα στα φυλλοκάρδια.

         γ) Μες την απάνω γειτονιά
             στα χαμηλά σπιτάκια
             Εκεί ’ναι τρεις μελαχρινές
             με τ’ άσπρα μαντηλάκια

         δ) Τη μια τη λένε βαμβακιά
             την άλλη κρύα βρύση
             τη τρίτη τη καλλίτερη
             τη λένε κυπαρίσσι.

         ε) Ν’ ακούμπαγα στη βαμβακιά
             να πιω νερό απ’ τη βρύση
             και ταίρι να γινόμουνα
             μ’ αυτό το κυπαρίσσι.

        31. α) Από την πόρτα σου περνώ
             ωραία Αιγιώτισσα
             Κι από την γειτονιά σου
             κόρη με τις ελιές
             και με τα μαύρα μάτια
             τι έχεις π’ όλο κλαις.

         β) Ακώ και σε μαλλώνανε
             ωραία Αιγιώτισσα
             η μάνα σου και η θειά σου,
             κόρη με τις ελιές
             και με τα μαύρα μάτια
             για τι δε μας το λες.

         γ) Μη σε μάλλωναν για εμέ
             πες να μη περάσω
             θα πάρω αυτοκίνητο
             για να ’ρθω να σε πάρω
             κόρη με τις ελιές
             να σε φιλήσω θέλω
             στα μάτια δυό φορές.

        32. α) Μες τον Άγιο-Λια στη Ράχη
             Κάθεται ο Μαντάς και γράφει
             με λυχνάρια με φανάρια
             με τρακόσια παλλικάρια.

         β) Πάει η Θανάσω να περάσει
             βρίσκει τον Μαντά και γράφει
             με λυχνάρια με φανάρια
             με τριακόσια παλικάρια

         γ) Πέρασε Βλαχό-Θανάσω
             κι μη φοβάσαι
             και δικό μου ταίρι θάσαι.

        33. α) Πέρασα απ’ την πόρτα σου
             κι’ έγνεθες τη ρόκα σου.
             Κι’ είδα το χεράκι σου
             πο’ στριβες τ’ αδράχτι σου.

         β) Δακτυλίδι ελάμπησε
             κι’ εμέ η καρδιά μου ερράγισε
             Μη σ’ αρραβωνιάσανε
             μη σε καπαριάσανε.
             Δεν μ’ αρραβωνιάσανε
             δεν με καπαριάσανε.
             Έτσι το ’χει το χωριό
             δακτυλίδι να φορώ
             δακτυλίδι να φορώ
             δακτυλίδι κ’ αρραβώνα
             στο χεράκι μου είναι ακόμα.

        34. Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο
         μα τον ουρανό,
         μα την αλλυσιδούλα που ’χεις στον λαιμό,
         για δεν ανθείς, για δε καρπείς σταφύλια για δε κάνεις,
         μα την θάλασσα
         κοντούλα και γεμάτη δεν σ’ αντάμωσα.
         Για βάλε νιούς και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με,
         μα τον ουρανό.
         μα την αλλυσιδούλα που ’χεις στον λαιμό,
         να ειδείς ανθούς, να ειδείς καρπούς σταφύλια φορτωμένο,
         μα την θάλασσα
         κοντούλα και γεμάτη δεν σ’ αντάμωσα.

        35. Πήρα τα ζευγαράκια μου και πα να κυνηγήσω
         λαγούς κι ελάφια για να βρω και πίσω να γυρίσω.
         Μα πήγα και τα έριξα στα δάση και στα όρη
         Και βγάλαν τα κακόμοιρα μια πλουμισμένη κόρη,
         μα ήτανε κόρη λυγερή, κόρη μαλαμαξένια
         και έπλενε και λεύκαινε σε πλάκα μαρμαρένια.
         Της δίνω το μαντήλι μου της κόρης να το πλύνει
         Και κείνη η αφιλότιμη πάλι μου το γυρίζει.
         Ξένε μου το μαντήλι σου δεν ημπορά στο πλύνω
         γιατ’ είναι η ώρα δώδεκα και βιάζουμε να φύγω.
       

        35. Τζαβέλαινα

         α) Κορίτσια απ’ τα Γιάννενα
             νιφάδες απ’ το Σούλι
             Τα ρούχα σας να βάψετε
             να μαυροφορεθείτε.

         β) Το Σούλι θα χαρατσωθεί,
             χαράτσι θα πληρώσει
             Τζαβέλα σαν τ’ άκουσε
             πολύ της κακοφάνει

         γ) Παίρνει και ζώνει τ’ άρματα
             και τρεις φορές φωνάζει

             Σουλιώτισσες ξυπνήσετε. 

36. Χελµός

α) «Επιτραπέζιο τραγούδι της ξενιτιάς»

Χελµέ µου µε τα κρύα νερά
µε τις ψηλές ραχούλες
και µε τα’ αηδόνια τα πολλά
και µε τις βοσκοπούλες

«Ρεφραίν»
Χελµέ µου σ’ αποχαιρετώ
για πάντα θα ξενιτευτώ

β) Και συ Πατρίδα µου γλυκειά
στα ξένα που µε στέλνεις
τα ξένα παίρνουν το κορµί
µα την ψυχή συ παίρνεις.

«Ρεφραίν»
Χελµέ µου σ' αποχαιρετώ
για πάντα θα ξενιτευτώ.
 ----------------------------------------------------------------------
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά!!

Την Τετάρτη 15 Μαΐου 2014 παραλάβαμε από την οικία τού Δασκάλου Ιωάννη Δημητρίου Μαρκολέφα [Εφεξής και μόνον για το παρόν απόσπασμα: ΜπαρμπαΓιάννης], τα χειρόγραφα και τις φωτογραφίες, μνήμες πολλές με πρώτη εκείνη από το έτος 1954, όταν δίδασκε Ελληνικά [Επί πέντε (5) σχολικά έτη] στο Μουσουλμανικό Σχολείο Αρριανών Κομοτηνής.



 Αφού τα αντιγράψαμε ηλεκτρονικώς –τα χειρόγραφα και τις 23 φωτογραφίες-, έπρεπε να τα επιστρέψουμε, αυθωρεί και παραχρήμα.
Έτσι, χθες το βράδυ, Πέμπτη 16 Μαΐου 2014 τον αναζητήσαμε στον τόπο κατοικίας του, στην Ηλιούπολη Αττικής.
Τελικώς, τον συναντήσαμε στο παραδοσιακό καφενείο ΕΠΑΧΤΟΣ, στην κάτω Ηλιούπολη [Σοφοκλή Βενιζέλου 49, τηλέφωνο: 210-9912877], όπου συναντά τους φίλους του, με μια παρέα νεώτερών του.

Ανοίγοντας τον φάκελλο και «μετρώντας» στον ΜπαρμπαΓιάννη τα χειρόγραφα και τις φωτογραφίες, η περιέργεια των συνομιλητών του ήταν υψηλή, και η «λαθρανάγνωση των φωτογραφιών» δικαιολογημένη.

Παραδίδοντας την πιο μεγάλη, ακούμε την φωνή δίπλα μας να διατρανώνει: αυτός είμαι εγώ!! [... τότε ήταν συνοφρυωμένος, σήμερα είναι γελαστός].


 Ήταν ο Γιώργης ο Μπούτος, μαθητής τού ΜπαρμπαΓιάννη στο Δημοτικό Σχολείο Μελιγαλά, το έτος 1970.

Είχε φωτογραφηθεί η Τάξη με τον Δάσκαλο.

Ο Γιώργης ο Μπούτος και ο ΜπαρμπαΓιάννης βρέθηκαν τυχαία πριν δυο χρόνια στην Ηλιούπολη, και από τότε ανταμώνουν τακτικά.

Και ξεκινάει να ονοματίζει τους συμμαθητές του:

Προτελευταία σειρά, από τα αριστερά προς τα δεξιά, αγόρια:
  • Κλεφτόγιαννης Παναγιώτης του Ανδρέα.
  • Μπούτος Γεώργιος του Ηλία.
  • Ρουσσιάς Δημήτριος.

Προτελευταία σειρά, από τα δεξιά προς τα αριστερά, αγόρια:
  • Τσότσιος Ιωάννης.
  • ……………………….. .
  • Φλαούνας Κωνσταντίνος.
Προτελευταία σειρά, από τα αριστερά προς τα δεξιά, αγόρια:
  • Ζαρακοβίτης Χαράλαμπος.
  • Αραποστάθης Δημήτριος.
  • Ντρούτσας Αθανάσιος.
  • Δεδούσης Δημητριος.
  • Τσαούσης Βασίλειος.
  • Ντρούτσας Νικόλαος.
  • Σκλήρης Σάκης.
  • Γκίνης Πέτρος.
  • Γεωργούντζος Ηλίας.
  • Κωτσιόπουλος Παναγιώτης.
  • Παναγόπουλος Σωτήριος.
  • Τασσιόπουλος Ηλίας.
  • Αραποστάθης ………….. .
Ο ΜπαρμπαΓιάννης γύρισε κι’ αυτός σαράντα τέσσερα χρόνια πίσω!
Τραγούδησε και τον Χελμό (…).






Στην παρέα τού ΜπαρμπαΓιάννη ήταν:
  • Γεώργιος Η. Μπούτος.
  • Ιωάννης Κ. Σταθόπουλος.
  • Ηλίας Σ. Μπιρμπίλης, Δάσκαλος στο 5ο Δημοτικό Σχολείο Αργυρούπολης, μετά της συζύγου του,
  • Ιωάννας Γ. Καρφάκη.
  • Θεόδωρος Λ. Αθανασούλης, γυιός της Δασκάλας Δήμητρας Αλεξοπούλου του Αναστασίου, ετών 89, της «πρώτης Δασκάλας στα Πολυκλαδικά».

-------------------------------------------------------










Προσοχή: Κατά την ερευνήτρια Georgia Stryker Keilman, που παρουσιάζει το έργο της στο http://www.hellenicgenealogygeek.com, ο ανωτέρω ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ έχει συνταχθεί το έτος 1872. Συνεπώς, στις αναφερόμενες ηλικίες θα προσθέτουμε και επτά (7) έτη.

Πεύκη Αττικής, 17 Μαΐου 2014. Νικόλαος Ι. Μάντης.
-------------------------------------------------------------------------------------
Παράθεμα Νικολάου Ι. Μάντη [19/06/2014].
Στο δίτομο ιστορικό – καταγραφικό έργο τους οι Τάσος Αποστολόπουλος και Νίκος Μπαλάσης [Τρίπολη, 2002] παραθέτουν πέντε χιλιάδες διακόσια σαράντα ένα (5.241), Βιογραφικά Αρκάδων που θυσιάστηκαν για την Πατρίδα, μετά τη δημιουργία του νεότερου Ελληνικού κράτους.

Στην σελίδα 135, του Β΄ τόμου οι Τάσος Αποστολόπουλος και Νίκος Μπαλάσης αναφέρουν:

  • ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ του Ηλία: Στρατιώτης που έλαβε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σκοτώθηκε στο Κιρές – Ογλού - Νταγ, στις 13 Αυγούστου 1921. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τον ακριβή τόπο καταγωγής του, πιθανότερο από το σημερινό δήμο Μεγαλόπολης.
  • ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Στρατιώτης που καταγόταν, σύμφωνα με τα αρχεία του Στρατού, από την επαρχία Μαντινείας ή σύμφωνα με τοπική βιβλιογραφία από το σημερινό δήμο Μεγαλόπολης. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Πέθανε στο Α΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, στις 25 Δεκεμβρίου 1912.
  • ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ του Ηλία: Στρατιώτης που καταγόταν από το χωριό Λυκόχια του σημερινού δήμου Μεγαλόπολης. Έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της περιόδου 1914-16. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1916.

Οι πεσόντες ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ και ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ ήταν τέκνα τού Ηλία και της Μάρθας.

Παραθέτουμε την γενεαλογική σειρά:
Ηλίας Μπουγιούκος, 3η Γενεά. Προσδιορίζεται ως της ιδίας γενεάς με τους παππούδες των σημερινών 50-60-70-80άρηδων. Δηλαδή την γενεά των ΜΑΝΤΑΙΩΝ ΓερΑντώνη, ΓεροΓιαννάκη, Γιωργακόγιαννη, ΓεροΤσιάγκου, ΓεροΒασίλη, ΓεροΝικόλα, ΓεροΡούσσου, ΓεροΔήμου (Σκιπητάρη), ΓεροΠροκόπη, ΓεροΧουλιάρα, ΓεροΓαλάνη, ΓεροΛιαΓαλάνη, ΓεροΚώτσιου, ΓερΑλέξη, ΓεροΛιάΘοδωρόπουλου, ΓεροΘοδωράκη. 

Γεννήθηκε περί το έτος 1840. Σύζυγος: Μάρθα. Τέκνα τους, 4η Γενεά:
Αναστάσιος Μπουγιούκος, γνωστός και ως Λιακοτάσιος, 4η Γενεά.
Δημήτριος Μπουγιούκος, γνωστός και ως Γιατράκος, 4η Γενεά.
Κωνσταντίνος Μπουγιούκος. Έπεσε υπέρ Πατρίδος.
Νικόλαος Μπουγιούκος, γνωστός και ως Κοκόλας, 4η Γενεά.
Χρήστος Μπουγιούκος. Έπεσε υπέρ Πατρίδος.
Ελένη, 4η Γενεά. Παντρεύτηκε στου Χανδρινού Μεσσηνίας.
Παναγιώτα, 4η Γενεά. Παντρεύτηκε στην Λεντακάδα Μεσσηνίας.
Θήλυ αναζητουμένου ονόματος, 4η Γενεά. Παντρεύτηκε στου Κυνηγού Μεσσηνίας

Κατά μαρτυρία κατοίκων των Λυκοχίων, το Σάββατο, 9 Οκτωβρίου 2004, στο κατάστημα της Αρχόντως Β. Μπουγιούκου, ο αδελφός των Χρήστου και Κωνσταντίνου, Δημήτριος Ηλία Μπουγιούκος, γνωστός και ως Γιατράκος, έδωσε τα ονόματα των πεσόντων αδελφών του στα άρρενα τέκνα του: Χρήστο Δημητρίου Μπουγιούκου (1928) και Κωνσταντίνο Δημητρίου Μπουγιούκο.
-------------------------------------------------------------------------------------